Κιβωτός του Κόσμου Ηπείρου

Στην "Κιβωτό του Κόσμου-Πωγωνιανή"
κάντε κλικ στην εικόνα και περιμένετε λίγο
 Slideshow 40 φωτό
Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό σε ένα χωριό που ξαναζωντάνεψε η αγάπη.

Αφήνοντας πίσω σου την πόλη των Ιωαννίνων και διασχίζοντας την διαδρομή μετά το ιστορικό Καλπάκι αντικρίζεις παλιούς έρημους οικισμούς, απολαμβάνεις πέτρινα γεφύρια, κατάφυτα δάση και πολλά ποτάμια. Ο δρόμος σε οδηγεί στην Πωγωνιανή, ένα σπουδαίο και πνευματικό κεφαλοχώρι του Νομού Ιωαννίνων, σε απόσταση αναπνοής  από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Πρόκειται για ένα χωριό στο οποίο πολλά παιδιά από φτωχές οικογένειες έρχονταν να φοιτήσουν στα σχολεία του. Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησαν να λειτουργούν τα Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, γνωστά ως «Ιδρύματα Λάτση», με σκοπό την παροχή βοήθειας προς τους Έλληνες «ομογενείς εξ Αλβανίας». Όμως το 2012 οι Σχολές έκλεισαν, τα κτίρια εγκαταλείφθηκαν και οι φόβοι για ερήμωση επέστρεψαν. Όλα άλλαξαν όταν  ξημέρωσε η 26η Δεκέμβρη 2013. Εκείνο το απόγευμα ολόκληρο το χωριό σείστηκε από τα γέλια και τις φωνές των μικρών παιδιών. Τα ερημωμένα κτίρια  μεταμορφώθηκαν και έγιναν  το νέο σπίτι της «Κιβωτού του Κόσμου», η οποία άνοιξε την αγκαλιά της, απλώνοντας την αγάπη της σε μια εξαιρετικά ευάλωτη περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που οι ηλικιωμένοι κάτοικοι  άνοιξαν τις πόρτες τους, κοιτάζοντας με απορία και έκπληξη τα παιδιά της Κιβωτού, όταν θέλησαν να τους πουν τα κάλαντα. Επιπλέον, ο ενθουσιασμός κυριάρχησε όταν παρακολούθησαν την πρώτη παρέλαση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου.
 κάντε κλικ στην εικόνα και περιμένετε λίγο
Slideshow 10 φωτό
Για τρεις ολόκληρες ημέρες βίωσα την εμπειρία της ακριτικής Κιβωτού στην όμορφη Πωγωνιανή.
Περνώντας την είσοδο διακρίνω από μακριά τον Πατέρα Αντώνιο περιτριγυρισμένο από πολλά παιδιά που άκουγαν προσεκτικά τις ενδιαφέρουσες διηγήσεις του. Η χαρά του ξεχειλίζει όταν με ξεναγεί στους ωραίους χώρους, ενώ μου εξηγεί ότι το πιο σημαντικό σε αυτό το δύσκολο εγχείρημά του είναι ότι «παιδιά που σε τρυφερή ηλικία είδαν το σκληρό πρόσωπο της ζωής, καταφέραμε να ζουν μέσα στην φύση, να ασχολούνται με τα ζώα, να έχει το κάθε παιδί δικό του χωραφάκι, να παίζουν σε μεγάλα γήπεδα, να πηγαίνουν εκδρομές μέσα στην φύση ή να ψαρεύουν στα ποτάμια της περιοχής. Όμως τα προβλήματα παραμένουν και αν δεν βρεθούν λύσεις πιθανόν να μην μπορέσουμε να συνεχίσουμε».
Όταν του ζητώ περισσότερες λεπτομέρειες, διακρίνω ένα έντονο θυμό στα λόγια του. «Έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα με το σχολείο, αν δεν βρούμε λύση δεν ξέρω αν θα μπορέσει να ευοδωθεί αυτή η εθνική προσπάθεια που κάνουμε. Παρακαλούσαμε πάρα πολύ καιρό το Υπουργείο να μας στείλει δασκάλους και τελικά μας έστειλε ό,τι χειρότερο υπήρχε από εκπαιδευτικό προσωπικό, δύο δασκάλους που διδάσκουν μόνο δύο μαθήματα, γλώσσα και μαθηματικά. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόσο τεράστιο είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα, ειδικά για παιδιά με ιδιαιτερότητες όπως είναι τα δικά μας; Θα έφερνα και άλλα παιδιά αλλά δεν μπορώ, το επίπεδο είναι κάτω του μετρίου. Μας αγνοούν, και στο τέλος μας είπαν ότι δεν είπαμε και ευχαριστώ που στείλανε δεύτερο δάσκαλο. Μετά αναρωτιούνται γιατί ερημώνουν οι παραμεθόριες περιοχές, γιατί δεν κάθονται οι νέοι και φεύγουν για τις πόλεις. Εγώ τους έφερα εδώ παιδιά και αυτοί τα καταδικάζουν στο τίποτα. Επίσης, ένα δεύτερο πολύ σημαντικό πρόβλημα είναι το αστυνομικό τμήμα. Δίνουμε τεράστια μάχη για να ανοίξει. Μας είπαν ότι στα πλαίσια της συγχώνευσης έκλεισε και θα διαπιστώσετε και εσείς πόσο μακριά είναι πλέον το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα. Είναι επιτακτική ανάγκη να ανοίξει πάλι, έχουμε 33 παιδιά, γίνονται διακινήσεις όπλων και ναρκωτικών. Θα πρέπει  να δοθεί άμεση λύση σε αυτά τα δύο προβλήματα, ελπίζω να ευαισθητοποιηθούν οι κρατικές αρχές και να σταθούν συνοδοιπόροι στην προσπάθειά μας, ειδικά σε αυτή την δύσκολη εποχή και ακόμη περισσότερο σε αυτή την ευαίσθητης σημασίας περιοχή».
Μέσα στα δωμάτια συναντώ τον Νίκο, 17 ετών. Τον ρωτώ για το παρελθόν και αρχίζει να μου εξιστορεί: «θεωρούσα μαγκιά το να κλέβω με την παρέα μου. Μεθούσαμε, δεν ξέραμε τι κάναμε. Θυμάμαι μια φορά είχαμε βάλει στοίχημα ποιος θα πάει να σπάσει το φάρο ενός περιπολικού και είχα πάει εγώ. Χτυπούσα γέρους. Μια φορά ήταν μια γιαγιά που μου ζήτησε να την βοηθήσω να μεταφέρουμε κάποια πράγματα. Εγώ αντί να τα πάω εκεί που ήθελε, τα πήγα ακόμα πιο πίσω, ενώ στην συνέχεια την έβρισα. Στην αρχή δεν μου άρεσε στην Κιβωτό, δεν ήθελα βέβαια να πάω σε αναμορφωτήριο, αλλά μετά είχε ενδιαφέρον. Πηγαίνουμε εκδρομές, περνάμε πολύ καλά. Ένα απόγευμα μου μίλησε ο Πάτερ Αντώνιος και ακούγοντάς τον έμαθα ότι δεν είναι καλό να κλέβεις ή να χτυπάς. Μου είπε «άλλαξε, δεν είναι αυτή η ζωή σου» και αυτό θεωρώ ότι έκανα. Δεν θέλω πλέον να θυμάμαι τα λάθη που έκανα, αλλά πιστεύω σε αυτό που μου είχε πει ο Πάτερ, ότι «πρέπει να σκεπτόμαστε τα λάθη μας, για να μην τα ξανακάνουμε. Οι γονείς μου είναι χαρούμενοι γιατί έχω αλλάξει, μου λείπουν οι παλιοί φίλοι μου, αλλά εδώ είναι καλύτερα, αφού έκανα  καλύτερες παρέες».
Στην συνέχεια βρίσκω τον Αντώνη, 14 ετών, ο οποίος μου λέει ότι «έχουμε τόσα πράγματα εδώ που έξω δεν πρόκειται να τα βρούμε. Μου αρέσει να βοηθάω τους μεγάλους και δίνουμε το παράδειγμα στα υπόλοιπα παιδιά να. Μου αρέσει να ταΐζω τα πρόβατα, να παίζω μπάλα, ενώ όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω καρδιολόγος για να μπορώ να βοηθάω τους ανθρώπους. Αυτό μου έχει πει και ο Πάτερ, να γίνω κάτι καλό».
Παίρνω την διαδρομή προς  το μαντρί με τον Χριστόφορο, 14 ετών και τον Βύρωνα, 17 ετών, να μου περιγράφουν με υπερηφάνεια τα «δημιουργήματά» τους. Παρατηρώ με πόσο σεβασμό αντιμετωπίζουν τα ζώα τους, είναι δικά τους, τα λατρεύουν, είναι η ίδια τους η ζωή. Ο Χριστόφορος μου αφηγείται ότι πριν πάει στην Κιβωτό τον έδιωχναν από τα σχολεία, πείραζε τα υπόλοιπα παιδιά, έσπαγε τζάμια. Τώρα όλα είναι διαφορετικά, του αρέσουν τα ζώα και θέλει να γίνει τσοπάνης. Παίρνουμε τα πρόβατα και τα κατσικάκια, πηγαίνοντας προς το απέναντι χωράφι. Στον ουρανό τα σύννεφα έχουν πυκνώσει, ήδη οι πρώτες σταγόνες έχουν κάνει την εμφάνισή τους, όμως τα ανθισμένα λουλούδια δημιουργούν μια υπέροχη αντίθεση, όπως οι περισσότερες ψυχές αυτών των παιδιών. Συνομιλώ με τον Βύρωνα και δεν μπορώ να αποφύγω τα ερωτήματα. Πώς ήταν πριν, τι σου αρέσει τώρα στην νέα αρχή που κάνεις; Χωρίς κανένα δισταγμό μου απαντά: «Οι γονείς μου είναι χωρισμένοι και οι λόγοι που βρέθηκα εδώ είναι οικονομικοί. Δεν ήμουν, βέβαια, καλό παιδί. Τώρα όμως περνώ πολύ καλά, πάμε πολλές εκδρομές, σε λίγες μέρες περιμένω να ξαναεπικοινωνήσω και με τους φίλους μου». Σπεύδω να τον ρωτήσω τι είναι αυτό που του αρέσει στα ζώα, όταν διακρίνω το καθαρό του βλέμμα, όση ώρα μου μιλάει, να εστιάζει μόνο σε εκείνα. «Τα ζώα για μένα συμβολίζουν την αγάπη που δεν βρήκα στους ανθρώπους και είναι σίγουρο ότι αυτά δεν θα σε προδώσουν ποτέ, όπως οι άνθρωποι». Θα έμενες εδώ μόνιμα; «Ναι, θέλω να κάνω οικογένεια, να βγάζω τυρί, να ασχολούμαι με τα ζώα, θα το ήθελα πολύ. Μακάρι».
Έχει έρθει η ώρα για το μεσημεριανό. Δύο παιδιά αναλαμβάνουν, με την συμμετοχή των παιδαγωγών, να σερβίρουν τους υπόλοιπους, ενώ όλοι περιμένουν τον Πατέρα Αντώνιο για να κάνει την προσευχή και να ξεκινήσουν να τρώνε. Μόλις ολοκληρωθεί το φαγητό, θα πουν όλοι μαζί την προσευχή τους, θα καθαρίσουν τα τραπέζια τους, θα σκουπίσουν και θα πάνε να ξεκουραστούν.
Λίγο πριν πάει να συνοδεύσει τα παιδιά στην μεσημεριανή ξεκούραση τους, αναζητώ την Αγγελική, 24 ετών, η οποία κάνει την πρακτική της ως παιδαγωγός στην ακριτική Κιβωτό. «Είναι μια μοναδική εμπειρία αυτή που ζω, αφού για μένα τα παιδιά είναι η αρχή και το τέλος. Πιστεύω πολύ στην δυναμική, στις βάσεις που πρέπει να θέσεις και στην αγάπη που προσφέρεις για να είναι ευτυχισμένα αυτά τα παιδιά και πάνω από όλα να γίνουν καλοί άνθρωποι. Είναι πολύ όμορφο που μεγαλώνουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, παίρνουν πολλά ερεθίσματα, θα βγουν στον κήπο, θα παίξουν, οι χώροι όπως είδατε είναι πολύ καλοί. Ψάχνουμε και ξοδεύουμε σε υλικά και έτσι έχουμε χάσει την ουσία. Για αυτά τα παιδιά εδώ είναι η οικογένεια τους, ακούσατε πριν λίγο που το ένα στο άλλο έλεγε «εδώ είναι η οικογένειά μας».
Στην τραπεζαρία επικρατεί ησυχία και τα λόγια της  υπεύθυνης για την Κιβωτό στην Πωγωνιανή, Άντυ Θεοδωρακοπούλου, συγκλονίζουν:
«Εδώ φιλοξενούμε παιδιά 3 κατηγοριών. Η πρώτη αφορά οικογένειες που τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί, ενώ στην δεύτερη μιλάμε για  παιδιά παραμελημένα. Στην τρίτη κατηγορία είναι τα παιδιά που βρίσκονταν σε καθεστώς εκμετάλλευσης. Πολλά από τα παιδιά που έχουμε είχαν πουληθεί. Έχουμε παιδί που είχε έρθει με ένα πρόβλημα παραμόρφωσης στο χέρι του, έχει γεννηθεί έτσι. Αυτό το παιδί συγκινεί πιο εύκολα, άρα φέρνει και περισσότερα χρήματα στην οικογένεια που το εκμεταλλεύεται. Το παιδί όταν ήρθε εδώ είχε ψυχολογικό πρόβλημα και το έφερε η αστυνομία αφού κανένα άλλο ίδρυμα δεν το ήθελε. Σας πληροφορώ ούτε καν τον έχουν αναζητήσει. Είχε υποστεί απίστευτη κακοποίηση, αφού όταν δεν έφερνε τα λεφτά που του έλεγαν τον χτυπούσαν με βρεγμένη αλυσίδα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να φέρνει τα 50 ευρώ. Εν τω μεταξύ, ως παιδί υπήρξαν φορές που χαλούσε αυτά τα λεφτά σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται πάλι με πολύ ξύλο. Πολλοί γονείς αδιαφορούν, ενώ τις περισσότερες φορές εμείς ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους. Από την στιγμή που δεν τους αποφέρουν κάποιο κέρδος, δεν τα χρειάζονται. Υπήρχε οικογένεια που έβαζε τα παιδιά της να πηγαίνουν να μαζεύουν τις πεταμένες τυρόπιττες από την Ομόνοια και να τις φέρνουν στο σπίτι για να τις φάνε.
Για μένα προσωπική ζωή δεν υπάρχει, το μόνο που υπάρχει είναι η ικανοποίηση, ενώ θέλω να σας πω ότι δεν έχω νιώσει ποτέ μοναξιά στο χωριό. Πάντως με την βοήθεια την δική σας, θα ήθελα να απευθύνω μια έκκληση στον κόσμο που θέλει και μπορεί, να έρθει και να γίνει συμμέτοχος γιατί οι ανάγκες είναι τεράστιες. Στην Αθήνα είχαμε 200 εθελοντές, εδώ πρέπει να πληρώσεις περισσότερα ποσά. Επίσης σκοπός μας είναι να δημιουργήσουμε  μια νέα οικογένεια που θα δώσει πνοή και ανάπτυξη σε μια περιοχή που συνεχώς ερημώνει. Όπως αντιλαμβάνεστε, το αίσθημα του εθελοντισμού στα χωριά δεν είναι  διαδεδομένο, επομένως αυτό είναι ο βασικός μας στόχος. Επιπλέον, καλό θα ήταν να υπάρξει μια λύση με την συγκοινωνία, ο κόσμος από τα Γιάννενα που θέλει να έρθει να μας βοηθήσει δεν είναι εύκολο να μεταφερθεί με δικά τους μέσα, άρα και καύσιμα, είναι έξοδα. Εμείς πάντως θέλουμε να προσλάβουμε κόσμο που να θέλει να μείνει. Έχουμε ήδη άτομα που ήταν άνεργοι και αντί να καθίσουν στην κατάθλιψή τους, έχουν έρθει να βοηθήσουν. Αλλά θα είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι πρέπει να έχεις διάθεση για αυτό που κάνεις, να δώσεις ήθος, να χτίσεις τον χαρακτήρα των παιδιών και να τους μεταφέρεις την σωστή μόρφωση. Ένα κρεβάτι και ένα φαγητό θα το βρεις, το σημαντικότερο είναι να δώσεις συναισθηματική και πνευματική τροφή».
Το απόγευμα αισθάνομαι τυχερός που παρακολουθώ έναν πανέμορφο αγώνα μπάσκετ, με τις φωνές των παιδιών να διανθίζουν όλο το τοπίο με ξεχωριστά συναισθήματα. Εκεί βρίσκω τον Κωνσταντίνο Κουντούρη, 31 ετών, που βρίσκεται στην Κιβωτό από τα 15. «Ήταν νεκρά τα παιδιά και αναστήθηκαν. Το σημαντικό είναι  να νιώσεις ψυχικά όμορφα, να ρουφήξεις τα πάντα σαν σφουγγάρι, να βοηθάς τους άλλους και να δείχνεις ότι ξεχειλίζεις από αγάπη. Ένα βλέμμα του Πατέρα Αντώνιου ήταν αρκετό για να σε κάνει να ξεφύγεις. Σε μια δύσκολη ηλικία ήθελα να βρω ένα νόημα στην ζωή μου. Από πέτρες μας έκανε κάτι όμορφο και πλέον αισθανόμαστε ότι λάμπουμε. Ήρθε δίπλα και μας αγκάλιασε, μίλησε στην καρδιά μας. Πρέπει να πέσεις για να καταφέρεις να ξανασηκωθείς και να δημιουργήσεις πάλι τον εαυτό σου  από το μηδέν».
Αναρωτιέμαι πώς δέχθηκαν οι κάτοικοι του χωριού την δημιουργία της ακριτικής Κιβωτού. Την απάντηση μου την έδωσε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας του χωριού, Βασίλης Τόμος, 40 ετών. «Για μας η Κιβωτός είναι η μεγαλύτερη προίκα μας, θέλουμε να δούμε κόσμο και να ανακαλύψουμε τον εθελοντισμό. Ο Πάτερ Αντώνιος κάνει πολύ σημαντικό έργο, είναι θείο δώρο για το χωριό, ως νέος είναι σαν να ξυπνάς από το λήθαργο. Αν γίνει και η Γεωργική Σχολή θα είναι τεράστια επιτυχία». Η προσμονή για ένα καλύτερο αύριο γίνεται φανερή όταν ο πατέρας του Βασίλη, ο κ. Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια μου λέει: «Ξέρεις, πόσο συγκινητικό ήταν για μένα όταν ξαναέβαλα, λόγω της Κιβωτού, την ταμπέλα που είχε ο πατέρας μου στο μαγαζί, ‘Το Στέκι του Καρδάση’…».
Το τελευταίο βράδυ πριν τους αποχαιρετήσω, μια απρόσμενη εμπειρία, ήρθε να προστεθεί στις ήδη μαγικές εικόνες που είχα αποκομίσει. Μετά το βραδινό γεύμα, ο Πάτερ Αντώνιος λέει σε όλα τα παιδιά γύρω στις 11 να μαζευτούν στην αυλή για να πάνε για παγωτό. Με το φως του φεγγαριού να μας συνοδεύει και τους φακούς στα χέρια πήραμε το δρόμο για το κέντρο του χωριού. Στην διαδρομή κάναμε μια υπέροχη στάση, για να ακούσουμε τους ήχους από τα αηδόνια, ενώ όλοι έκαναν ησυχία για να απολαύσουν  τις αφηγήσεις του Πατέρα Αντώνιου. Κατεβαίνοντας, τα παιδιά δεν σταμάτησαν να τραγουδούν, ξεσηκώνοντας όλο το χωριό ενώ όλοι μαζί καταλήξαμε να ξενυχτάμε πίνοντας ζεστές σοκολάτες στο καφενείο του χωριού. Ήταν το δικό μας Σαββατόβραδο, όπως είπα στον Πατέρα Αντώνιο.
Φεύγοντας την επόμενη μέρα με τα γέλια των παιδιών και τα αθώα βλέμματα τους να παραμένουν καρφωμένα στις σκέψεις μου, θυμήθηκα τα λόγια ενός συγγραφέα, όταν είχε πει ότι «κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει τι σημαίνει ζωή, δεν μπορεί να ξέρει τι σημαίνει κόσμος, τι σημαίνει οτιδήποτε, ωσότου αποκτήσει ένα παιδί και να το αγαπάει».
Ας αναλογιστούμε όλοι ότι, η αγάπη είναι ο σκοπός και η ζωή είναι το ταξίδι.
πηγή