Η Τέχνη της Πωγωνίσιας φορεσιάς
Παρουσίαση της Αγαθής Γούμενου στο Λαογραφικό Μουσείο Πωγωνιανής.
Στο επόμενο βίντεο: Ομπόλια-Φακιόλισμα
Βίντεο (1 από 2) Α. Υφαντή
Βίντεο (1 από 2) Α. Υφαντή
#2016 #1001
Η τέχνη της Πωγωνίσιας φορεσιάς
Φακιόλισμα-Πωγωνίσια Ομπόλια
Παρουσίαση της Αγαθής Γούμενου στο Λαογραφικό Μουσείο Πωγωνιανής.
Βίντεο (2 από 2) A.Υφαντή
SlideShow Ευαγγέλου Γκόγκου
Η γυναικεία φορεσιά του Πωγωνίου ονομάζεται «τα σεγκούνια» και αντικατοπτρίζει τα βιώματα της περιοχής και είναι ανάλογη των καιρικών συνθηκών της Ηπείρου.
Η σύνθεση της Πωγωνίσιας φορεσιάς
παρουσιάζει παραλλαγές, ανάλογα κυρίως με την ηλικιακή και κοινωνική
κατάσταση της γυναίκας (αρραβωνιασμένη, παντρεμένη, νέα, περασμένης
ηλικίας) αλλά και με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Διαφοροποιήσεις υπήρχαν από χωριό σε χωριό, κυρίως στα σχέδια των
ντουλαμάδων και στον τρόπο που έδεναν την ομπόλια, στο λεγόμενο
φακιόλισμα. Μεγάλη σημασία σαν όρος αναφοράς έχει η έννοια “νύφη”, η
οποία δε χαρακτηρίζει κατά απόλυτη έννοια μια κοπέλα την ημέρα του γάμου
της αλλά γενικότερα τις νιόπαντρες, τις γυναίκες στην καλύτερή τους
ηλικία, “που στολίζονται”.Η ιδιαίτερα στολισμένη ενδυμασία “των
νυφάδων” αποτελεί την ενδυματολογική παραλλαγή που υπάρχει ως τις ημέρες
μας.
Τα “σεγκούνια” τα πρωτοφορούσαν οι γυναίκες στους αρραβώνες τους και στη συνέχεια αποτελούσαν τον αποκλειστικό τρόπο ένδυσης. Ως τελευταίο χρονικό όριο για τη χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας αναφέρεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επίσης η μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο αστικό κέντρο είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της τοπικής ενδυμασίας. Τα τελευταία χρόνια πριν την κατάργηση της φορεσιάς οι γυναίκες τη φορούσαν μόνο στο γάμο τους και για μικρό χρονικό διάστημα μετά, “όσο ήταν νυφάδες”. Τα σεγκούνια τα φορούσαν πλέον μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις.
Η Πωγωνίσια φορεσιά αποτελείται από:
Την «Ομπόλια» μήκους 4 μέτρων και πλάτους 0,25 εκ. λευκοκίτρινου χρώματος συνηθέστερα βαμβακερή.Πάνω στο ύφασμα υπάρχουν 2 κόκκινες γραμμές τα «πόσια». Το ένα «πόσι» πέφτει στο μέτωπο και το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού
Το «Ρουτί» μακρύ (ως το γόνατο) ολόλευκο πουκάμισο μα φαρδιά μανίκια
Το «Σεγκούνι» μακρύ μάλλινο-τσόχινο χωρίς μανίκια ένδυμα ,χρώματος υπόλευκου που φοριέται πάνω από το «Ρουτί»
Τον «Αλατζά» που φοριέται πάνω από το «Σεγκούνι», κοντός με μανίκια συνήθως από μεταξωτό ύφασμα και χρωματιστός με κεντήματα
Το «Ζωνάρι» μήκους 3,25 μέτρα και πλάτος ο,35 εκ. που περιστρέφεται 2-3 φορές πάνω από το σεγκούνι
Την «Ποδιά» μεταξωτή κεντημένη ,φοριέται πάνω από το «σεγκούνι» και το «ζωνάρι»
Αρχικά, ανδρική ενδυμασία του Πωγωνίου αποτελούσε η φουστανέλα αργότερα όμως αντικαταστάθηκε από την «Μπενεβράκια» που αποτελείται από:
παντελόνι φαρδύ στους μηρούς ,που στενεύει όσο κατεβαίνει ,κουμπώνει κάτω από τα γόνατα και σφίγγει στην μέση με «Βρακοζώνα» ,
πουκάμισο λευκό και μάλλινο γιλέκο όπως και
πανωφόρι ως τα γόνατα τη λεγόμενη «Μπαρούτσα» (μαύρου χρώματος).
Άλλο πανωφόρι χωρίς μανίκια που φορούσαν κυρίως σαν επίσημο ένδυμα ήταν το «Ταλαγάνι» αλλά και
την κάπα «Σιάρκα» καθημερινά για επιπλέον προστασία από τις καιρικές συνθήκες
Τα “σεγκούνια” τα πρωτοφορούσαν οι γυναίκες στους αρραβώνες τους και στη συνέχεια αποτελούσαν τον αποκλειστικό τρόπο ένδυσης. Ως τελευταίο χρονικό όριο για τη χρήση της παραδοσιακής ενδυμασίας αναφέρεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Επίσης η μόνιμη εγκατάσταση σε κάποιο αστικό κέντρο είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της τοπικής ενδυμασίας. Τα τελευταία χρόνια πριν την κατάργηση της φορεσιάς οι γυναίκες τη φορούσαν μόνο στο γάμο τους και για μικρό χρονικό διάστημα μετά, “όσο ήταν νυφάδες”. Τα σεγκούνια τα φορούσαν πλέον μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις.
Η Πωγωνίσια φορεσιά αποτελείται από:
Την «Ομπόλια» μήκους 4 μέτρων και πλάτους 0,25 εκ. λευκοκίτρινου χρώματος συνηθέστερα βαμβακερή.Πάνω στο ύφασμα υπάρχουν 2 κόκκινες γραμμές τα «πόσια». Το ένα «πόσι» πέφτει στο μέτωπο και το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού
Το «Ρουτί» μακρύ (ως το γόνατο) ολόλευκο πουκάμισο μα φαρδιά μανίκια
Το «Σεγκούνι» μακρύ μάλλινο-τσόχινο χωρίς μανίκια ένδυμα ,χρώματος υπόλευκου που φοριέται πάνω από το «Ρουτί»
Τον «Αλατζά» που φοριέται πάνω από το «Σεγκούνι», κοντός με μανίκια συνήθως από μεταξωτό ύφασμα και χρωματιστός με κεντήματα
Το «Ζωνάρι» μήκους 3,25 μέτρα και πλάτος ο,35 εκ. που περιστρέφεται 2-3 φορές πάνω από το σεγκούνι
Την «Ποδιά» μεταξωτή κεντημένη ,φοριέται πάνω από το «σεγκούνι» και το «ζωνάρι»
Αρχικά, ανδρική ενδυμασία του Πωγωνίου αποτελούσε η φουστανέλα αργότερα όμως αντικαταστάθηκε από την «Μπενεβράκια» που αποτελείται από:
παντελόνι φαρδύ στους μηρούς ,που στενεύει όσο κατεβαίνει ,κουμπώνει κάτω από τα γόνατα και σφίγγει στην μέση με «Βρακοζώνα» ,
πουκάμισο λευκό και μάλλινο γιλέκο όπως και
πανωφόρι ως τα γόνατα τη λεγόμενη «Μπαρούτσα» (μαύρου χρώματος).
Άλλο πανωφόρι χωρίς μανίκια που φορούσαν κυρίως σαν επίσημο ένδυμα ήταν το «Ταλαγάνι» αλλά και
την κάπα «Σιάρκα» καθημερινά για επιπλέον προστασία από τις καιρικές συνθήκες
Η Πωγωνίσια φορεσιά είναι αρκετά σύνθετη. Περιλαμβάνει το πουκάμισο ή ρούτι, το οποίο είναι αρκετά φαρδύ και μακρύ. Αρχικά έφτανε έως τον αστράγαλο αλλά σταδιακά το μήκος του μειώθηκε και έφτασε ως την κνήμη. Έχει φαρδιά μανίκια, βαθύ άνοιγμα στο στήθος και πλατύ γιακά που φοριέται έξω από το σαγιάκι και το ντουλαμά. Ορατά ήταν ο γιακάς και ο ποδόγυρός του γι αυτό και ήταν διακοσμημένα.
Το σεγκούνι στο Πωγώνι υποδηλώνει τον επενδύτη που φορούν οι ανύπαντρες και οι χήρες, ενώ το σαγιάκι είναι ο επενδύτης που φορά η γυναίκα στο γάμο της και το κρατά για όλη της τη ζωή. Το σεγκούνι και το σαγιάκι της πωγωνίσιας ενδυμασίας είναι λευκό, αλλά στα δυτικότερα χωριά για τις χήρες και ηλικιωμένες ήταν μαύρα. Το σεγκούνι και το σαγιάκι διαφέρουν στην διακόσμηση (το σεγκούνι διακοσμείται με λευκά γαϊτάνια ενώ το σαγιάκι με μαύρα) αλλά και στην ύφανση. Το σεγκούνι κατασκευάζεται από δίμιτο, λευκό της νεροτριβής, υφαντό από τις γυναίκες, ενώ το σαγιάκι από αγοραστό ύφασμα. Οι γυναίκες για την προίκα τους έραβαν 2 ή 3 σαγιάκια για τις γιορτινές και επίσημες ημέρες και αρκετά σεγκούνια τα οποία ήταν το ένδυμα των ανύπαντρων γυναικών και χρησιμοποιούνταν από όλες κατά τις καθημερινές τους εργασίες.
ʼλλο βασικό στοιχείο της πωγωνίσιας φορεσιάς ήταν το ζωνάρι, με μάκρος που έφτανε τα 4μ. και υφαίνονταν από τις ίδιες τις γυναίκες με άσπρα νήματα και έπειτα βάφονταν μαύρο, κατέληγε σε κρόσια με φούντες, είχε ανάγλυφη υφή, διπλωνόταν στη μέση με το ανοιχτό μέρος προς τα επάνω ώστε να δημιουργεί είδος τσέπης για μικροαντικείμενα. Τυλίγονταν πολλές φορές γύρω από τη μέση. Υπήρχε και μία δεύτερη ζώνη, η ζώνα, πολύ μακριά έως και 14 μ., και αυτή από μάλλινα νήματα, βαμμένα κόκκινα, σπανιότερα πράσινα και κίτρινα.
Στο Πωγώνι επικράτησε η σαγιακένια ποδιά, χρησιμοποιήθηκε ως γιορτινή έως το 1920 και ως νυφική, από κει και έπειτα επικρατούν οι μεταξωτές. Είναι δίφυλλη και στολίζεται κατά μήκος με λευκά γαϊτάνια. Οι σαγιακένιες ποδιές στηρίζονται στη ζώνα και δεν έχουν ποδιόσχοινα. Αποτελούν σημαντικό στοιχείο της νυφικής φορεσιάς αλλά και για όσο η παντρεμένη γυναίκα θεωρείται νέα. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η υφαντή ποδιά, η «δεύτερη» η οποία ήταν δίφυλλη από αγοραστά νήματα, με ρίγες, με ποδιόσχοινα. Ήταν το κατεξοχήν ρούχο για τις καθημερινές δουλειές.
Ντουλαμάς ονομάζεται κάθε είδος κοντού επενδύτη, με μακριά μανίκια, με χαρακτηριστικές απολήξεις στα άκρα τα λεγόμενα καπάκια. Η ονομασία τους διαφοροποιείται ανάλογα με την ποιότητα του υφάσματος ή την προέλευσή του. Οι μεταξωτοί λέγονται αλατζάδες και είναι και νυφικοί, οι βελούδινοι κατιφέδες, οι αραδιακοί πολίτικοι. Τους έραβαν ράφτες και στολίζονταν με γαϊτάνια στην περιφέρεια τους. Είναι φοδραρισμένος με ένα δεύτερο ύφασμα στο εσωτερικό του. Οι γυναίκες έχουν πάντα σηκωμένα τα καπάκια και τα κατεβάζουν μόνο όταν χορεύουν.
Το εντυπωσιακότερο στοιχείο της πωγωνίσιας φορεσιάς είναι η ομπόλια. Πρόκειται για μία λωρίδα μήκους 3-4 μ. που τυλίγεται στο κεφάλι των γυναικών με ιδιαίτερο τρόπο. Γινόταν από διάφορα υλικά, λινό, κανναβόπανο, συρματένιες δηλαδή μεταξωτές. Έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, βαμμένη με σαφράνι. Στα άκρα της ομπόλιας διακρίνονται δύο κόκκινες λωρίδες, υφασμένες με βαμβακερές κλωστές. Η μία λέγεται ρούσα και είναι εκείνο το άκρο που κατά το φακιόλιασμα καταλήγει περίπου στο ύψος του δεξιού κροτάφου. Το άλλο άκρο λέγεται φούντα και κρέμεται στον τράχηλο.
Οι κάλτσες διακρίνονται σε καλτσοπρόποδα και πατούνες. Οι πρώτες αποτελούνται από την κάλτσα που καλύπτει την κνήμη από το γόνατο όπου και δένεται με ένα κορδόνι, μέχρι τον αστράγαλο. Τα καλτσοπρόποδα στολίζονται με κεντήματα. Αντικαταστάθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα με τις πατούνες, λευκές μάλλινες πλεκτές κάλτσες, με κεντήματα χρωματιστά στις άκρες και στις μύτες.
Έως τον 20ο αιώνα πάνω από τον ντουλαμά χρησιμοποιούνταν και άλλος εξωτερικός επενδύτης. Τέτοιοι ήταν το νυφικό πανωσάγιακο, η φλοκάτη (αδιακόσμητο αμάνικο σεγκούνι), αντερί (μαύρο αμάνικο σεγκούνι) με λιτή διακόσμηση.
Γιορτινή φορεσιά του 19ου αιώνα από το Πωγώνι. Επικρατεί ο λευκός χαρακτηριστικός κεφαλόδεσμος, συμπληρωμένος με περίτεχνα κοσμήματα όπου δεσπόζει ο δικέφαλος αετός. Στην πραγματικότητα πρόκειται για νυφιάτικη φορεσιά που φορά η νεόνυμφη μετά το γάμο. Αποτελείται από: ρούτι, δηλ. άσπρο βαμβακερό πουκάμισο, εσωτερικό ριγωτό γιλέκο, σεγιάκι, δηλ. μακρύ μάλλινο φόρεμα κατακόρυφα ανοικτό εμπρός στολισμένο στο στήθος με καφέ τσόχα και καπνισμένα κουμπιά, μεταξωτός κλαδωτός ντουλαμάς κεντημένος με μεταξωτά κορδόνια, εξωτερικό σεγιάκι στολισμένο με κόκκινες φούντες. Την φορεσιά συμπληρώνουν μαύρο ζωνάρι στην μέση με μακριές μαύρες φούντες και μάλλινη ποδιά, σαγοποδιά, που σφίγγει με λεπτό μαύρο σειρήτι. Το κεφάλι καλύπτει λευκή μπόλια με δύο κάθετες στενές ταινίες στις άκρες. Πωγωνίσια Ανδρική φορεσιά: χαρακτηρίζεται από λιτότητα στην μορφή και αρμονική συμμετρία που δημιουργείται μέσα από την αντίθεση άσπρου μαύρου χρώματος και εγχώριων υφαντών. Αποτελείται από άσπρο βαμβακερό πουκάμισο με πλατιά μανίκια, το πιτούρι δηλ. άσπρο μάλλινο υφαντό παντελόνι, αμάνικο μαύρο μάλλινο γιλέκο στολισμένο με μεταξωτά κορδόνια και αντικρυστά πλεκτά μεταξωτά κουμπιά, μαύρο μάλλινο δίμητο ζωνάρι με κρόσια. Στην πλάτη διακρίνεται η ριχτή «φλοκάτα» από μαύρο μάλλινο σαγιάκι του αργαλειού. Στα πόδια φοράν καφέ δερμάτινα τσαρούχια με μαύρες φούντες. Στο κεφάλι φορά μαύρο καλπάκι. Την φορεσιά συμπληρώνουν η ασημένια αλυσίδα και το ραβδί. Χρονολογείται στον 19ο αιώνα.