Απολαύστε τα
video
Παλιό Μαυρονόρος
ένα μνημείο χτισμένο εκεί όπου η γαλήνη της φύσης συναντά την αρμονία των
χρωμάτων
<< Ξέρεις τα
σπίτια πεισματώνουν εύκολα σαν τα ξεγυμνώσεις
>>
Και στο παλιό
Μαυρονόρος, ένα χωριό της Ηπείρου, τα σπίτια ξεγυμνώθηκαν από το
1964.
Από τότε έχει να
καπνίσει τζάκι στο χωριό, από το οποίο ξεκίνησε η αρχιτεκτονική των διώροφων
πέτρινων αρχοντικών που αργότερα εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλα τα
σπίτια είναι χτισμένα με πέτρα λαξευμένη και ξύλα δουλεμένα από τους Ηπειρώτες
μαστόρους
Τι να είναι άραγε
αυτό που μας τραβάει να επισκεπτούμε αυτά τα ερείπια; Ποια αόρατη δύναμη μας
σπρώχνει μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και επικίνδυνα μονοπάτια, να ακούσουμε
τους ήχους τους; Γιατί τα ερείπια αυτά έχουν φωνή.
Εκπέμπουν
ήχους μυστικούς. Όχι τους ήχους του παρελθόντος, όπου οι φωνές των αγρίων
πουλιών του βουνού έκαναν συναυλία μαζί με τις φωνές των κατοιδίων και των
ανθρώπων. Είναι οι ήχοι που φέρνει ο άνεμος περνώντας μέσα απ` τα κρεμασμένα
παράθυρα, τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τους μισογκρεμισμένους τοίχους,
διατρέχοντας το χρόνο.
Γιατί ο χρόνος ήταν
ελάχιστος και τώρα έγινε απέραντος σ` αυτό το ορεινό τοπίο που κάποτε έσφυζε από
ζωή Και τα χρώματα! Αυτή η πανδαισία των χρωμάτων, που κάθε στιγμή αλλάζουν
γιατί το εκτυφλωτικό φως δημιουργεί ένα ανεπανάληπτο εικαστικό γεγονός. Καθώς ο
ήλιος κρύβεται και εμφανίζεται διαρκώς πίσω από διάφανη συννεφιά, παίζει με τα
ερείπια δημιουργώντας μια αέναη κίνηση σκιών. Μια κίνηση που σου δίνει την
αίσθηση ότι εδώ τίποτα δεν έχει πεθάνει, ότι η ζωή συνεχίζεται.
« Ξέρεις τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα,
σαν τα γυμνώσεις », γράφει ο Γιώργος Σεφέρης.
Και το παλιό
Μαυρονόρος πάνω στη βουνοκορφή της ηπείρου, ζώντας τη φθορά ξεγυμνωμένο,
ενσωματώνεται στο γαλήνιο τοπίο και περιμένει τους απαιτητικούς επισκέπτες, που
σε πείσμα του κακοτράχαλου δρόμου φθάνουν ως εδώ.
Από το 1964 έχει να
καπνίσει τζάκι στο Παλιό Μαυρονόρος, όταν και ο τελευταίος κάτοικος το
εγκατέλειψε για να εγκατασταθεί στο Νέο Μαυρονόρος. Όμως εδώ ξεκίνησε το 1866,
που πρωτοκατοικήθηκε, η αρχιτεκτονική των διώροφων πέτρινων αρχοντικών που
εξαπλώθηκε αργότερα σε όλα τα χωριά της Ηπείρου. Όλα τα σπίτια, χτισμένα με
πέτρα λαξευμένη από Ηπειρώτες μαστόρους και ξύλα δουλεμένα με το χέρι, είναι
διώροφα με χαρακτηριστικό την πίντσα, το υπόγειο κελάρι. Η διαδρομή είναι
δύσκολη, ο δρόμος δύσβατος το τοπίο όμως μαγευτικό.
Από την περιοχή
Αλώνια, πάνω απ' το βράχο ο επισκέπτης μπορεί να δει απ' τη μία μεριά το φαράγγι
του Βίκου και από την άλλη την κακαβιά. Οι πρώτοι κάτοικοι του διάλεξαν αυτή την
τοποθεσία, κυρίως γιατί μπορούσαν να εποπτεύσουν το γύρω χώρο, να οργανώνουν την
άμυνα τους από τις επιθέσεις των Τουρκαλβανών και επειδή υπήρχε άφθονο
νερό.
Ήταν είκοσι οχτώ
οικογένειες που ξεκίνησαν από το χωριό Γλούστα, κεφαλοχώρι της Θεσπρωτίας, που
βρίσκεται στο βουνό Στουπίτσα ή Μαυρονόρος - και σε ανάμνηση έδωσαν στο χωριό
τους το όνομα αυτό.
Η ζωή εδώ ήταν
δύσκολη. Όμως οι Μαυρονορίτες, επειδή ήταν εργατικοί, δημιούργησαν μεγάλες
περιούσιες παλεύοντας με τις κακοτράχαλες πλαγιές του κασιδιάρη και γεμίζοντας
αμπέλια την περιοχή που τους παραχώρησε ο Εγιουπ Πασάς.
Ήταν και οι πιο
φημισμένοι χτίστες τις εποχής αυτής. Σχεδόν όλες οι εκκλησίες των γύρω χωριών
ήταν από Μαυρονορίτικα χέρια. Το ίδιο και τα σχολεία και πάρα πολλές
γέφυρες.
Όμως το
μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν ν' αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι του Μαυρονόρος ήταν
οι πολλές συμμορίες Τουρκαλβανών που λεηλατούσαν τα χωριά.
Για το λόγο
αυτό όλοι οι κάτοικοι ήταν οπλισμένοι και οργανωμένοι στο Ηπειρωτικό κομιτάτο,
που το συντηρούσε η Ηπειρωτική Εταιρεία, η οποία είχε ιδρυθεί στις 25 Μαρτίου
του 1906 και εκτός από την ανάγκη για άμυνα περίμεναν το σύνθημα για
απελευθερωτικό αγώνα.
Το 1866
εγκαταστάθηκαν οι Μαυρονορίτες στην πογδόριανη και από το1886 την περιοχή την
έδωσε ο σουλτάνος στον αρχιστράτηγο των τούρκικων δυνάμεων Εγιούπ πασά, ο
οποίος είχε νικήσει τις Σερβικές δυνάμεις στο Αλεξινάρ της Γιουγκοσλαβίας.
Φαίνεται ότι επρόκειτο για προοδευτικό άνθρωπο, γιατί έδωσε άδεια στους
κατοίκους να φυτέψουν αμπέλια, στην τοποθεσία που λέγεται Νταιρέδες η
Ντερεκέδες, που θα πει τοποθεσία κατάλληλη για καρποφόρα δένδρα. Φύτεψαν οι
Μαυρονορίτες γύρω στα 850 στρέμματα αμπέλια και έβγαζαν το χρόνο περίπου 700.000
με 800.000 οκάδες κρασί και 100.000 με 120.000 τσίπουρο. Είχε καταφέρει δε ο
Εγιούπ πασάς και είχε φέρει κλήματα και οπωροφόρα δένδρα από την πατρίδα του την
Προύσα Έτσι, οι πρόσφυγες από την Γλούστα της Θεσπρωτίας προόδευσαν, έχτισαν τα
αρχοντικά τους και έγιναν αγαπητοί στους ντόπιους κατοίκους των γύρω
χωριών.
Ονομαστό έχει
μείνει το γλέντι στο πανηγύρι του Μαυρονόρος που γινόταν στις 20 Μαΐου και
γιορταζόταν η ανακομιδή των λειψάνων του Αγ. Νικολάου. Ανήμερα του πανηγυριού
όλοι οι Μαυρονορίτες, καθώς και οι φιλοξενούμενοι τους από τις γύρω περιοχές, με
αρματωμένα τα μουλάρια τους, με χρωματιστές κουβέρτες και παρδαλά κιλίμια
κατηφόριζαν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους στο ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου
που βρίσκεται σήμερα πίσω από την κεντρική εκκλησία του νέου Μαυρονόρος
Ευαγγελίστρια. Όπως γράφει ο Γιάννης Μούτσιος στα «Πανοχώρια της Μουργκάνας»,
μετά τον Εμφύλιο το παλιό Μαυρονόρος ακολούθησε τη μοίρα των ορεινών οικισμών
της χώρας, που εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους είτε για να εγκατασταθούν
στις πόλεις όπου η ζωή ήταν ευκολότερη είτε να πάρουν το δρόμο της ξενιτιάς.
Σήμερα τα ερειπωμένα διώροφα αντιστέκονται στη φθορά για να κρατήσουν ζωντανή τη
μνήμη αλλά και την ιστορία τους.
Γιατί το
καθένα από αυτά έχει μια δική του ιστορία να διηγηθεί.
Βαδίσαμε πολλή ώρα
πάνω στους απάτητους βράχους με κίνδυνο από στιγμή σε στιγμή να τσακιστούμε. Το
αυτοκίνητο το εγκαταλείψαμε νωρίς, καθώς υπήρχε η βεβαιότητα ότι θα το αφήναμε
για πάντα κειμήλιο στο βουνό. Ο σκύλος ο ντόπιος σύντροφος μας έπειτα από
αρκετή ώρα ανάβασης μας εγκατέλειψε, γυρεύοντας λιγότερο ριψοκίνδυνη παρέα. Όταν
φθάσαμε όμως όλη η κούραση εξαφανίσθηκε. Τα υπέροχα διώροφα ερείπια, με τα
χόρτα και τα λουλούδια να δίνουν ζωή στους αρμούς τους, μας έφερναν στο νου τα «
Ελεγεία της οξωπετρας » του Οδυσσέα Ελύτη.
«..με Κόρες
πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα `ναι νύχτα και Αύγουστος. Τότε που
αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά. Γιομάτα σκοτεινών αέρα
στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του ορίζοντα...».
Η ομορφιά, το
αρμονικό δέσιμο της πέτρας με το ηπειρωτικό τοπίο δεν σ' αφήνει να σκεφτείς την
εγκατάλειψη ενός μέρους που κάποτε ήταν γεμάτο ζωή.
Ίσως να
ολοκληρώθηκε κι εδώ ακόμη ένας κύκλος, και τώρα μπαίνουμε σε μια νέα φάση τη
φάση της υπέροχης παραίτησης και της ενσωμάτωσης της πέτρας στον τόπο που τη
γέννησε, θυμίζοντας μας όμως έντονα τη μαστοριά και το μεράκι των ανθρώπων που
τη δούλεψαν.
Με αφορμή τις εκδηλώσεις της
αδελφότητας Μαυρονοριτών εκπληρώθηκε σήμερα η επιθυμία που είχα εδώ και πολλά
χρόνια, να επισκεφτώ το παλιό Μαυρονόρος.
Συνοδοιπόρος μου στην επίσκεψη αυτή
ήταν ο φίλος μου ο Αποστόλης και ξεναγός μας ο επίσης φίλος, Μαυρονορίτης Θωμάς
Μούτσιος τον οποίο ευχαριστώ θερμά και για την εξαιρετική φιλοξενία του αλλά και
για την λεπτομερή και καταπληκτική ξενάγηση που μας έκανε στο παλιό χωριό, στο
παλιό Μαυρονόρος.
|
Ανεβαίνοντας για το παλιό
Μαυρονόρος συναντήσαμε "το εικόνισμα του αποχωρισμού". Εδώ αποχαιρετούσαν
οι Μαυρονορίτες τους ξενιτεμένους τους κι εδώ τους περίμεναν πάλι όταν
επέστρεφαν απ' τα ξένα. |
Η
απόσταση από το νέο μέχρι το παλιό Μαυρονόρος είναι περίπου μισή ώρα με το
αυτοκίνητο σε έναν ομαλό σχετικά χωματόδρομο, μέσα σ' ένα καταπράσινο τοπίο.
Ανεβαίνοντας το βουνό η θέα αρχίζει να απλώνεται και φτάνοντας στο οροπέδιο όπου
βρίσκεται το παλιό Μαυρονόρος αντικρύσαμε ένα πλήθος λιθόχτιστων σπιτιών, τα
περισσότερα από τα οποία λόγω της εγκατάλειψης έχουν ήδη καταρρεύσει. Υπάρχουν
όμως και μερικά τα οποία βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση και μαρτυρούν την
τέχνη των μαστόρων εκείνης της εποχής (τέλη του 19ου αι). όταν και χτίστηκε από
τις οικογένειες των Γλουστινών που έφυγαν από τη Μουργκάνα το 1866, εξαιτίας των
αγάδων του Φιλιατιού, και ήρθαν εδώ στον Κασιδιάρη, στον απομακρυσμένο και
απομονωμένο ετούτο τόπο, για να φτιάξουν και να δημιουργήσουν εδώ, από το μηδέν,
το καινούριο τους χωριό και να ζήσουν εδώ μια νέα, δύσκολη και με πολλές
ταλαιπωρίες και στερήσεις ζωή.
Κατά την άφιξή μας μας υποδέχτηκαν οι
μοναδικοί(;) κάτοικοι του χωριού, μια ομάδα ήσυχων και πανέμορφων σκυλιών, που
μας συνόδεψαν ακούραστα σε όλη μας την πορεία μέσα στους δρόμους του παλιού
χωριού.
|
Ανεβαίνοντας με έναν από τους
"συνοδούς" μας προς την εκκλησία του Αϊ Γιώργη. |
Τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Από
τη μια η μεγάλη συγκίνηση που βρισκόμουν σε έναν τόπο όπου κατοικούσαν εδώ
χωριανοί μου από τη Γλούστα και από την άλλη μεγάλη χαρά και θαυμασμός για την
ομορφιά του τοπίου, την μοναδική θέα και τις καταπληκτικές εικόνες που
αντίκρυζα. Η συγκίνηση βέβαια του φίλου μου του Θωμά ήταν εμφανώς μεγαλύτερη
όταν μας μιλούσε για τα μισογκρεμισμένα σπίτια, την ιστορία του χωριού, τον
τρόπο ζωής και τις ασχολίες των κατοίκων και έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν
επισκεφτήκαμε την εκκλησία του χωριού, τον Αϊ Γιώργη, εκεί οπου υπήρχε και το
παλιό νεκροταφείο του χωριού.
|
Η παλιά βρύση του χωριού στην
κεντρική πλατεία. |
|
Η εκκλησία του Αϊ Γιώργη. Εδώ
κάθε χρόνο του Αγίου Πνεύματος γίνεται γιορτή από τους
Μαυρονορίτες. |
|
Το δημοτικό σχολείο του
χωριού. |
Επισκεφτήκαμε το δημοτικό σχολείο το
οποίο έστεκε βουβό και άδειο από το 1961, όταν και οι Μαυρονορίτες αποφάσισαν,
λόγω της μεγάλης απόστασης που είχαν τα χωράφια τους από το χωριό, να
μετοικήσουν χαμηλότερα και να φτιάξουν το καινούριο τους χωριό. "Από τότε έχει
να καπνίσει τζάκι στο χωριό, από το οποίο ξεκίνησε η αρχιτεκτονική των διώροφων
πέτρινων αρχοντικών που αργότερα εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλα τα
σπίτια είναι χτισμένα με πέτρα λαξευμένη και ξύλα δουλεμένα από τους ντόπιους
Ηπειρώτες μαστόρους." [αφιέρωμα
στο παλιό Μαυρονόρος από το περιοδικό "echorama" ]
Στη συνέχεια πήγαμε στα αλώνια, μια
τοποθεσία όπου έχουν φτιαχτεί και πάλι, με τη βοήθεια ευρωπαϊκών προγραμμάτων,
τρία αλώνια στη θέση παλαιότερων που είχαν καταστραφεί. Η θέα στο σημείο αυτό
είναι απερίγραπτη. Από κει βλέπει κανείς όλο τον κάμπο του Παρακαλάμου και της
Βελλάς, το λόφο Σωσίνου με το μοναστήρι, καθώς και τα χωριά που βρίσκονται
χτισμένα γύρω γύρω (Δολιανά, Καλπάκι, Χρυσόραχη) ενώ το βλέμα μπορεί να φτάσει
μέχρι τα βουνά του Ζαγορίου και την Γκαμήλα. Παρόλο που ο καιρός ήταν
συννεφιασμένος μπορούσες εύκολα να διακρίνεις τους βράχους του Πάπιγκου.
|
Ανεβαίνοντας το μονοπάτι προς τα
αλώνια. |
|
Τα τρία αλώνια στην κορφή του
λόφου. Η θέα από δω πάνω είναι μοναδική! |
|
΄Το ένα από τα δύο μαγαζιά του
χωριού. |
Φεύγοντας, το Μαυρονόρος επαλήθευσε το
όνομά του [«.Αποδείχνεται δε ότι όταν ήρθαν οι σημερινοί Μαυρονορίτες
βρήκαν το όνομα του Μαυρονόρους. Μαυρονόρος το είχαν ονομάσει επειδή κανένα άλλο
βουνό δε μαυρίζει, όταν συννεφιάζει, όσο αυτό. Και Κασιδιάρη είπαν το βουνό
επειδή η στενόμακρη κορυφή του είναι γυμνή.» (Γιάννης
Θ.Μούτσιος)]
και μας ξεπροβόδισε με μια
έκπληξη. Ενώ είχε να βρέξει πολλούς μήνες και τα σύννεφα στον ουρανό ήταν αρχικά
πολύ αραιά, σύντομα πύκνωσαν και μαύρισαν και μια μπόρα ξαφνική, αφού είχαμε
τελειώσει τη διαδρομή μας, άρχισε να μας δροσίζει και σε λίγο μας έκανε
μούσκεμα. Δεν βιαστήκαμε όμως να φύγουμε γιατί οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα
μας κρατούσαν εκεί για να τις απολαύσουμε ώστε να μπορέσουν έτσι να μετάσχουν
όλες μας οι αισθήσεις στο ταξίδι αυτό και να είναι οι αναμνήσεις μας πιο
πλήρεις.
|
Επιστροφή στο
Μαυρονόρος. |
Επιστρέφοντας στο
νέο χωριό η βροχή είχε δυναμώσει για τα καλά οπότε "επιβάλλονταν" ένα
τσιπουράκι, το οποίο μας κέρασε με μεγάλη χαρά και εγκαρδιότητα η μητέρα του
Θωμά, η θειάκω Μούτσιαινα.
"Λιθοσωριές
που κοίτεσθε χαλάσματα κι ερείπια,
ανάκτορα
ερειπωθέμελα κοίτεσθε και κοιμάστε,
λησμονημένα,
αμίλητα στο πέρασμα του χρόνου,
και
πάνω σας λουφάζουνε γουστέρες
νυσταγμένες"