Στην Πωγωνιανή οι Ιταλοί μοιράζουν στους μαθητές
μαύρα πουκάμισα μελανοχιτώνων.
Οι Ιταλοί στην Πωγωνιανή εγκατέστησαν αμέσως Αστυνομία στο σπίτι ιδιοκτησίας Κυρούση η οποία λειτούργησε καθ΄ όλη τη διάρκεια της «Πρώτης Κατοχής». Στην Πωγωνιανή, σε αυτό το διάστημα, οι Ιταλοί συμπεριφέρθηκαν μάλλον καλά. Σύχναζαν στα καφενεία και προσπαθούσαν να δημιουργήσουν καλές σχέσεις.
Κατά την μαρτυρία του Κώστα Γκιόσου, μαθητή τότε της δευτέρας τάξης του Γυμνασίου:
«Στις πρώτες μέρες της κατοχής έφθασε στην Πωγωνιανή μία λευκή κούρσα από τη οποία κατέβηκαν τρεις Ιταλοί με ομοιόμορφες καπαρτίνες και ρεμπούπλικες. Ζήτησαν τον Γυμνασιάρχη, και πήγαν με το αυτοκίνητο πλησίον του Γυμνασίου, κοντά στο σπίτι του Δημητριάδη. Ο Γυμνασιάρχης και μερικοί από τους καθηγητές, πιθανόν οι Αντ. Λίβας και Μάνθος Οικονόμου, οι οποίοι δεν είχαν φύγει γιατί είχαν εκεί τις οικογένειες, μαζί και μαθητές, ήταν στο χώρο του γυμναστηρίου κάτω από το Γυμνάσιο. Εκεί τους δέχθηκε ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Παπαγεωργίου, χωρίς να τους οδηγήσει στο γραφείο. Εκεί οι επισκέπτες είπαν στο Γυμνασιάρχη εις επήκουον και των μαθητών και σε άπταιστα Ελληνικά:
«οι μαθηταί που φοιτούν εις το ενταύθα Γυμνάσιον να συνεχίσουν κανονικά τα μαθήματά των και να μη φοβούνται τίποτε».
Οι επισκέπτες Ιταλοί έφυγαν. Κάποιες μέρες έγιναν μερικά μαθήματα. Μοίρασαν στους μικρούς μαθητές δώρα, τρόφιμα και καλαμπόκι. Τους μοίρασαν επίσης μαύρα πουκάμισα και πράσινους σκούφους, για να ντυθούν μελανοχίτωνες. Όταν έφθασε ο Κώστας Γκιόσος στο σπίτι και έδειξε το μαύρο πουκάμισο στη μάνα, εκείνη αντέδρασε:
«Τι είναι αυτά τα μαύρα πουκάμισα, αυτά είναι για πεθαμένους».
Και δεν τα φόρεσαν τα παιδιά. Τα μαθήματα δεν συνεχίστηκαν, καθώς όλο και πιο σιμά ακούγονταν τα κανόνια και τα πολυβόλα, ιδίως από την πλευρά της Βήσσανης πίσω από το Κουτσόκρανο».
Η μυστική ακρόαση των καλών νέων
Όταν οι Ιταλοί μπήκαν στην Πωγωνιανή, εγκατέστησαν αμέσως και μία δύναμη αστυνομική με αξιωματικούς και άνδρες.
Στην Πωγωνιανή ο Βασίλης Κωστούλας είχε ένα καφεστιατόριο όπου μαζεύονταν και μερικοί από τους άντρες του χωριού. Οι Ιταλοί αξιωματικοί, δείχνοντας καλή διαγωγή και προφανώς για δημόσιες σχέσεις, πήγαιναν και αυτοί στο καφεστιατόριο, και ήταν καλοί πελάτες. Αναπτύχθηκε μάλιστα και κάποια εγκαρδιότητα με το Βασίλη που ήταν ένας καλός μάγειρας και σερβιτόρος, τέχνη που την είχε μάθει στην Ηγουμενίτσα και Κέρκυρα, και καθώς γνώριζε και κάποιες λέξεις Ιταλικές του επαγγέλματος, έσπασε ο πάγος της κατοχής.
Στο μαγαζί είχε και ένα από τα δύο ραδιόφωνα του χωριού με μπαταρία. Βέβαια όλοι ήθελαν να μάθουν τα νέα από τις εξελίξεις του πολέμου, ακούγοντας τα «κυπροκούδουνα» του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Αθηνών.
Έλα όμως που οι Ιταλοί δεν ήθελαν να μαθαίνουν οι κάτοικοι όσα καλά νέα εξέπεμπε η Αθήνα. Έτσι πήραν τη μπαταρία και την έφερναν όταν ήταν εκεί οι Ιταλοί για να ακούνε τη Ρώμη και Ιταλικές καντσονέτες.
Όμως οι πρώτοι «αντιστασιακοί» βγήκαν μόνοι τους για να μαθαίνουν τα καλά νέα. Στην Πωγωνιανή λειτουργούσε Ταχυδρομείο με προϊστάμενο τον Κώστα Τσίντζο, που δεν είχε φύγει, με πολυμελή οικογένεια. Μαζί με τον Βασίλη, ο Κώστας έφτιαξαν μια δική τους μπαταρία (συστοιχία) με ηλεκτρικά στοιχεία από αυτά που λειτουργούσαν τον τηλέγραφο του Ταχυδρομείου, ο οποίος βέβαια δεν λειτουργούσε. Τα σύνδεσαν και τα έκρυψαν σε ένα ντουλάπι και με αυτά λειτουργούσαν το ραδιόφωνο όταν δεν ήταν εκεί οι Ιταλοί, που έφευγαν παίρνοντας την μπαταρία μαζί τους.
Από αυτήν την κρυφή και συνωμοτική ακρόαση μάθαιναν τα καλά νέα του πολέμου στο Καλπάκι, ότι δεν μπόρεσαν οι Ιταλοί να «σπάσουν» την αμυντική γραμμή να πάνε στην…Αθήνα, και κυρίως ειδήσεις για τους αιχμαλώτους Ιταλούς και τις απώλειες σε στρατιώτες και υλικά.
Αυτά τα καλά νέα διαδίδονταν αμέσως στο χωριό, από σπίτι σε σπίτι, από παράθυρο σε παράθυρο, ψιθυριστά και όλοι οι κάτοικοι δεν έκρυβαν τη χαρά τους, κάτι που ενοχλούσε τους Ιταλούς οι οποίοι καταλάβαιναν ότι οι κάτοικοι ήταν ενημερωμένοι. Μετέφεραν δε αυτή τη δυσαρέσκειά τους στον Βασίλη λέγοντας:
«Βασίλη, πως μαθαίνουν στο χωριό τα νέα;».
Εκείνος με αφέλεια αλλά και σοβαρότητα τους απαντούσε:
«Μα, Μαρσάλο, σεις έχετε τη μπαταρία και ακούτε τα νέα του πολέμου. Μήπως κανένας από τους δικούς σας μιλάει στον κόσμο;».
Και οι Ιταλοί αξιωματικοί προβληματίζονταν δυο φορές.
Τα καλά νέα, σε λίγες μέρες, έφθαναν αμέσως με τον αέρα και γρήγορα, καθώς άρχισαν να ακούγονται στο χωριό με «απ΄ ευθείας μετάδοση», από το μέτωπο των συγκρούσεων, όταν ο αχός του πολέμου έφθανε, πλησίαζε στην Πωγωνιανή από τους κρότους των κανονιών και μετά από το κελάηδισμα των πολυβόλων που όλο και πλησίαζαν!
Οι δύο πρώτοι οργανωμένοι «αντιστασιακοί», ο Βασίλης Κωστούλας και ο Κώστας Τσίντζος ήταν ο πρώτος «οργανωμένος» πυρήνας αντίστασης στο κατεχόμενο Πωγώνι κατά την «Πρώτη Κατοχή» των 23 ημερών, και ασφαλώς ο πρώτος στην Ελλάδα.
Επιλογή Κωνσταντίνος Χρ. Κωστούλας