Μια άλλη «επιβίωση» πόλεμου στα «Καλπάκια»
Στις εορταστικές εκδηλώσεις της επετείου του έπους του 1940, συμμετείχαν και τρεις δομές μιας προσπάθειας «επιβίωσης» του 1940. Η Ελληνική «Ομάδα Επιβίωσης Ε.Σ. 1940», ο Σύλλογος Ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς και η Ιταλική «Sentinelle 82o Regg Fenteria Torino». Η Ελληνική με 25 μέλη και η Ιταλική με 12 μέλη με την παρουσία και 4 αδελφών Νοσοκόμων. Η ομάδα αυτή έλαβε μέρος και στην «αναπαράσταση» του πόλεμου στο Καλπάκι και στην τελετή στον Τσολιά.
Στο διαδίκτυο σε μια πλούσια φωτογραφική προβολή του Ελληνικού φορέα εμφανίζεται και στην παρέλαση στα Γιάννενα με ένα ρεπορταζ, με λεπτομέρειες σε όλες τις παρουσίες και «αναβιώσεις» των δύο φορέων και σε άλλους τόπους πολεμικών συμβάντων στον πόλεμο του 1940. Τους συνόδευε και ο σκηνοθέτης και ερευνητής του πόλεμου του 1940 Απόστολος Μπρέντας, Ηπειρώτης, ο οποίος κατέγραψε όλη τη διαδρομή «αναβίωσης» στους τόπους επισκέψεως και τις επιτόπιες συμβατές μικρές συμβολικές παραστάσεις.
Συνοπτικά η όλη ομάδα, επισκέφτηκαν τη Γκραμπάλα «όπου έστησαν και την Ελληνικη σημαία», το παλιό Ιταλικό νεκροταφείο στα όρια Αρίστης και Μεσοβουνίου, όπου οι Ιταλοί κατέθεσαν στεφάνι σε κάποια ίχνη ενταφιασμού, σε Αηδονοχώρι, Μολυβδοσκέπαστο, Μέρτζανη, στο χώρο του μικτού άλλοτε νεκροταφείου στη συνοριακή θέση στο Σκίπη Ορεινού, όπου ένας άγνωστος ακόμη Ιταλικός φορέας, το 1941, συγκέντρωσε όλα τα λείψανα των πεσόντων Ελλήνων, Ιταλών και Αλβανών, που σκοτώθηκαν στη μάχη της Μπούνας και στο τραγικό ύψωμα 669.
Θα περιοριστώ σε όσα ιστορικά αφορούν τη μεγάλη θυσία στους τόπους αυτούς του Πωγωνίου, Μπούνας και 669, όπου δόθηκε η τελευταία πολυήμερη μάχη επί ελληνικού εδάφους, το Δεκέμβριο του 1940, και εκδιώχθηκαν οι τελευταίοι Ιταλοί από το Ελληνικό έδαφος.
Στη διάβαση, ενός πολύ παλιού δρόμου (ντερβένι) ο οποίος περνούσε από τη στενωπό του Σκίπη, στην οριογραμμή των συμβατικών συνόρων Ελλάδας -Αλβανίας και κοντά στην εκεί Πυραμίδα. Την Άνοιξη του 1941, εμφανίστηκε στα εκεί χωριά μια ομάδα-επιτροπή, με όλα τα απαραίτητα σύνεργα και συγκέντρωνε τα λείψανα των νεκρών, εκείνων των φοβερών μαχών στο δάσος της Μπούνας, στο ύψωμα 669 και στο Μπουράτο, Ιταλών, Ελλήνων και Αλβανών και τα έθαψαν σε κοινό νεκροταφείο, σε ξεχωριστές ομάδες τάφων. Ζήτησαν μάλιστα από τους κάτοικους των γύρω χωριών να τους υποδείξουν θέσεις με τάφους νεκρών των εκεί συγκρούσεων. Σε όσους βρέθηκαν στοιχεία αναγράφηκε σε σταυρό το όνομα του νεκρού. Σε όσους δεν βρέθηκαν έγραψαν στο σταυρό ΑΓΝΩΣΤΟΣ. Το νεκροταφείο, το περιτοίχισαν, τα όρια των ομάδων των τάφων ήταν διακριτά και στο κέντρο υπήρχε κάποιο μνημειακό κτίσμα.
Η έρευνα προς την Ιταλική πλευρά δεν κατόρθωσε να βρει τους δημιουργούς αυτού του κοινού νεκροταφείου. Κάτοικος χωριού της περιοχής είχε ακούσει ότι το κοινό νεκροταφείο δημιούργησε κάποιος φορέας του Βατικανού.
Στα χρόνια που πέρασαν, άγνωστο πότε, οι Ιταλοί εκταφίασαν τα οστά των Ιταλών νεκρών. Κάποιοι Έλληνες συγγενείς Ελλήνων νεκρών, έφθασαν εκεί και πήραν τα οστά των δικών τους νεκρών που εντόπισαν στο νεκροταφείο. Μια οργανωμένη προσπάθεια, άγνωστο με ποια εντολή το 2010-11, εκταφίασαν τους υπόλοιπους έλληνες νεκρούς και με σάκους τους απόθεσαν στο κοιμητήριο Δελβινακίου. Από το κοινό νεκροταφείο μένουν ακόμη διακριτά τα ερείπια του περιφερειακού τοίχου, οι σειρές από τα ίχνη των τάφων και μια γύρω βλάστηση που σκεπάζει σιγά σιγά την έκτασή του.
Η ομάδα επιβίωσης που συμμετείχε στα φετινά Καλπάκια, έφθασε στο Σκίπη, περιήλθε με ενδιαφέρον τα ίχνη του κοινού νεκροταφείου, του οποίου δεν γνώριζαν την ύπαρξη, ανέβηκαν στον υπερκείμενο λόφο 669, προσέγγισαν τα ερείπια του παλιού εγκαταλειμμένου Ελληνικού φυλακίου και ενημερώθηκαν για τη γεωγραφία του γύρω τοπίου και αναγνώρισαν ίχνη από τις εκεί φονικές συγκρούσεις.
Το κτίριο του φυλακίου, που φέρει τον αριθμό 13 της συνοριακής γραμμής και λειτουργούσε προ του πόλεμου του 1940, επανδρώθηκε μετά την απελευθέρωση, αλλά οι Αλβανοί παρτιζάνοι επιτέθηκαν το 1946, σκότωσαν έναν στρατιώτη και έκτοτε έπαυσε να λειτουργεί.
Η δημιουργία αυτού του κοινού νεκροταφείου, θα λέγαμε ότι ήταν μια πράξη «πολεμικού πολιτισμού», κάτι που σημειολογεί και αυτή η συμμετοχή της ομάδας των Ιταλών «αναβιωτών του 1940» στις εκδηλώσεις του Καλπακίου. Οι ίδιοι δήλωσαν ότι θα ξανάρθουν.
Το πέρασμα του Σκίπη, είναι ένας πολύ παλιός δημόσιος δρόμος, Αναγνωρίζεται ως ένα «παλιό μονοπάτι» που εντάσσεται στο πρόγραμμα των «μονοπατιών προς αναβίωση». Είναι ο δρόμος, το «ντερβένι», που συνέδεε τα Γιάννενα με το Αργυρόκαστρο και τους Αγίους Σαράντα και περιγράφετε από όλους σχεδόν τους περιηγητές που έφθαναν στα Γιάννενα. Εκεί, στο Κάμπο του Ξηρόβαλτου υπήρχε «φόρος», σταθμός εισπράξεων τελών, «ντερβενίων», διερχομένων και φορολογούμενων αγαθών.
Υπάρχει μελέτη για την ανάδειξη αυτού του «επώνυμου παλιού μονοπατιού», αλλά μένει στα αζήτητα. Θεωρείται ένα σημαντικό αναπτυξιακό έργο για το Πωγώνι και την Δερόπολη.
Η δημοσιοποίηση αυτών των παρένθετων ελληνοϊταλικών πολιτιστικών προσεγγίσεων, μέσα στον εορτασμό μιας μεγάλης εθνικής εορτής, μιας ειρηνικής συμπαράταξης των απόγονων των μαχητών εκείνου του πόλεμου, θέτει ίσως μια άλλη «αναβίωση» στη σχεδίαση του εορτασμού της επετείου.
Η συνάντηση της όλης ομάδας «επιβίωσης» με τον Πρωθυπουργό μας, στο μνημείο του Τσολιά, αλλά κυρίως στην ταβέρνα στο χωριό Κουκλιούς, όπου ο Πρωθυπουργός γνώρισε με τους συνδαιτημόνες του τις Πωγωνήσιες γεύσεις, και η φωτογράφιση μαζί με τους «αναβιωτές του ΄40», αποτελούν ένα καλό «διοσημείο» και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα, για μια μελλοντική πολιτιστική συνάντηση στο νεκροταφείο του Σκίπη, Πολιτειακών και κυβερνητικών παραγόντων, για μια τοποθέτηση μιας αναμνηστικής μαρμάρινης επιγραφής, δείγμα ενός «πολεμικού πολιτισμού», στον χώρο του κοινού νεκροταφείου, και ένα μονοπάτι ελεύθερο να συνδέει το Πωγώνι και τη Δερόπολη, τοπόσημα του Ακριτικού Ηπειρωτικού Ελληνισμού.
Είμαστε άλλωστε Έλληνες και Ιταλοί ειρηνικοί σύμμαχοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύντομα θα είναι και οι Αλβανοί.
Από τις έρευνές μου για το ΄40 στο Πωγώνι, με την ευκαιρία αυτού του «ρεπορτάζ», να αναφέρω δύο περιστατικά του πόλεμου, δείγματα μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς, πίσω από τον ορυμαγδό των συγκρούσεων.
Στις 21 Νοεμβρίου 1940, οι Ιταλοί υποχωρούντες από το Πωγώνι, το οποίο είχαν καταλάβει μετά την 28η Οκτωβρίου
(40 μέρες της «μικρής κατοχής), επιχείρησαν και πήραν πολλά γυναικόπαιδα ομήρους. Εκεί κοντά στο Σκίπη πήραν όλους τους κάτοικους από τα χωριά Ποντικάτες, Ορεινό και Ξηρόβαλτο. Στη πορεία ομηρείας, Ιταλοί στρατιώτες, έλεγαν στα γυναικόπαιδα για να προχωρούν, «αντάρε βία». Η πορεία μέσα στις λάσπες και τη βροχή ήταν δύσκολη. Μία γυναίκα που ο άνδρας της πολεμούσε, πορευόταν στην ομηρεία με δύο παιδιά, ένα οκτώ ετών και ένα τριών ετών στην αγκαλιά και η ίδια εγκυμονούσα, δυσκολευόταν και δοκιμαζόταν πολύ στη βροχή και στις λάσπες. Ο συνοδός Ιταλός, που έβλεπε αυτή την τραγική κατάσταση της γυναίκας, σε μια στιγμή, την πλησιάζει, παίρνει το παιδί από την αγκαλιά της και το βάζει κάτω από τη μπέρτα του. Και συνεχίζουν την πορεία. Είναι μια άλλη άγνωστη όψη του πόλεμου. Η οικογένεια αυτή έφθασαν όμηροι στην Ιταλία και η γυναίκα έτεκε σε κλινική της πόλης που ήταν τακτοποιημένοι, και το νεογέννητο το βάφτισε ο Δήμαρχος της πόλης με το όνομα Βασίλης. Ανθρωπιά μέσα στον μεγάλο πόλεμο.
Στην κορύφωση των πολεμικών συγκρούσεων στην πρώτη γραμμή, στο Μάλε Σπατ, γινόταν στατικός πόλεμος με τα κανόνια. Η παγωνιά μεγάλη και οι βρύσες παγωμένες. Οι Έλληνες στρατιώτες κατέβαιναν σε ένα ρέμα, στην κοίτη του οποίου υπήρχαν βρύσες οι οποίες δεν είχαν παγώσει. Μια μέρα που κατέβηκαν δύο, με τα παγούρια και των άλλων, να πάρουν νερό, βρήκαν εκεί Ιταλούς στρατιώτες, που και εκείνοι, για τον ίδιο λόγο κατέβαιναν εκεί να πάρουν νερό. Κοιτάχτηκαν με αμηχανία, και με μια κατανόηση έμειναν σιωπηλοί. Οι δικοί μας τους πρόσφεραν τσιγάρο. Εκείνοι το πήραν και ευχαρίστησαν με νόημα. Οι δικοί μας γέμισαν τα παγούρια με νερό και ετοιμάστηκαν να φύγουν από ένα μονοπάτι. Τότε οι Ιταλοί τους έκαναν νόημα, με ένα ΝΟ. Τούς έδειξαν άλλο μονοπάτι που ήταν απυρόβλητο από τα στοχευμένα πολυβόλα τους. Η άλλη όψη του πόλεμου. Η ανθρωπιά που δεν χάθηκε.
Οι φωτογραφίες είναι του σκηνοθέτη.