του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού
Τούτο το δηλημματικό πρόβλημα το ξαναθυμήθηκα καθώς μετάφραζα, μέσα στ’ άλλα, κι ένα τρίστιχο ποίημα του Ορχάν Βελή με τίτλο: Για την πατρίδα. Η κατά λέξη μεταφορά του στη γλώσσα μας έχει ως εξής:
Και τι δεν κάναμε γι αυτήν εδώ την πατρίδα.
Κάποιοι από μας σκοτώθηκαν
Κάποιοι από μας βγάλανε λόγους.
Ο λόγος του ποιητή όταν χύθηκε στον ελληνικό στίχο έλαβε την παρακάτω μορφή.
Και τι δεν κάναμε γι αυτή μας την πατρίδα.
Που δώσαν τη ζωή τους σκέφτομαι μερικούς
Κι άλλους μας που εκφωνήσαν τους πανηγυρικούς!..
Όσο κιαν ο Βελή δουλεύει, ως επί το πλείστον, με ευτράπελα σχήματα και σκληρή ειρωνεία, μπορούμε εν τούτοις να συμπεράνουμε πως στη συνείδησή του, σύμφωνα με το παρουσιαζόμενο δίλημμα, βαραίνει το έργο ως πράξη και όχι το έργο ως λόγος.Απ’ όσα μπορώ να ξέρω, το θέμα το πρωτοέθεσε ένας μεγάλος του αρχαίου τραγικού λόγου και ο πιο παλιός, από εκείνους των οποίων τα έργα έχουν σωθεί. Ο μέγας Αισχύλος.
Σε επίγραμμά του, που λέγεται ότι χάραξε ο ίδιος για τον μελλοντικό τάφο του, δεν αναφέρει λέξη για τα ογδόντα τόσα δράματα που είχε συγγράψει και προτίμησε να κάνει μόνον μνεία για τη συμμετοχή του στη θρυλική μάχη του Μαραθώνα. Μας λέει το όνομά του, το όνομα του πατέρα του (Ευφορίων), την καταγωγή του (Αθηναίος), τον τόπο που βρίσκεται θαμμένος (Γέλα, πόλη της Σικελίας) και στον υποτιθέμενο ξένο μπρος από την επιτύμβια στήλη, που θα θα ήθελε να είχει πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τον νεκρό, απαντούν οι δυο τελευταίοι στίχοι:
Αλκήν δ’ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
Και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
Την αντρειοσύνη του θα μπορούσε να σου την πεί το ξακουσμένο δάσος του Μαραθώνα κι ο βαθιοχαίτης Μήδος που τη γνώρισε.
Το ίδιο πρόβλημα απασχόλησε και τον εθνικό μας ποιητή, το Διονύσιο Σολωμό, όταν έγραφε τον εθνικό μας Ύμνο. Κατηγορηματικός και αυτός σαν τον Αισχύλο, όταν το έθνος διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο, καταξιώνει τον άνθρωπο, και ιδίως τον πνευματικό, μόνο με την έμπρακτη συμμετοχή του στον υπέρ πάντων αγώνα. Αφήνει όμως ένα παραθυράκι ανοιχτό για όσους λόγω εγγενών αδυναμιών, είναι ανίκανοι να βαστάξουν όπλο- έμμεσα απολογούμενος και για τη δική του προσωπική στάση:
Ο Πατριάρχης (Γρηγόριος ο Ε!) λίγο πριν τον κρεμάσουν, υψώνει τα χέρια και εκστομίζει μια κατάρα εναντίον εκείνων που δεν συμμετέχουν στον αγώνα.
Έχει ολάνοιχτο το στόμα
Που ώρες πρώτα είχε γευθεί
Τ’Άγιον Αίμα, τ’ Άγιο Σώμα,
Λες πως θε να ξαναβγεί,
Η κατάρα που είχε αφήσει,
Λίγο πριν αδικηθεί,
Εις οποίον δεν πολεμήσει
Και ημπορεί να πολεμεί.
Η διαφοροποίηση πάνω στο πρόβλημα αυτό, θα έρθει με έναν άλλο μεγάλο ποιητή μας , τον Κωσταντίνο Καβάφη.
Ο Αλεξανδρινός μας δε θα απορρίψει εντελώς τον ομαδικό αγώνα, την ομαδική πάλη, θα δεχτεί βέβαια τν Μαραθώνα, αλλά στο ομαδικό βλέπει κάτι από την έννοια που έχει η ανωνυμία, το κοπαδιαστό και δίνει τα πρωτεία στον ατομικό αγώνα, στην ατομικότητα.
Για τον Καβάφη ο ηρωισμός είναι κατ’ εξοχήν ατομικού επιπέδου. Ήρωας είναι ο καλλιτέχνης που έχει να παλέψει με χίλιους ορατούς και αόρατους κινδύνους. Άλλοι βρίσκονται μέσα του και άλλοι έξω. Έχει να παλέψει με τον εαυτό του, τις ατέλειές του, τα πάθη του, τις ασχήμιες του, τους άλλους κατόπι, τη φύση, την ύλη της τέχνης και σ’ αυτό πάντα μόνος.
Τα έργα του είναι προσφορά ζωής και δεν πρέπει να αποσιωπώνται για χάρη μιας άλλης προσφοράς, κοινώς ανιδίκευτης.
Για τον Καβάφη, όποτε ο Ελληνισμός εργάστηκε κοπαδιαστά απέτυχε: (Ιμπεριαλισμός Αθηνών, Ηγεμονία Σπάρτης, Θηβών, Συρρακουσών, Μακεδονική Αυτοκρατορία, Αχαϊκή Συμπολιτεία). Γι αυτό και στο ποίημά του Νέοι της Σιδώνος, που σκηνοθετείται στις αρχές του 5ου αι.μ.Χ., μια δύσκολη πάλι ώρα για τον ελληνισμό, γιατί στον ορίζοντα αχνοφαίνονται κι όλας οι Βησιγότθοι του Αλάριχου και οι Ούνοι του Αττίλα, όταν διαβάζεται το παραπάνω αισχυλικό επίγραμμα,
πετάχτηκε ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα και φώναξε
« Α δεν μ’αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε -κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
Όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
Μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω και απαιτώ.
Και όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
Της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
Τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
Τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
Τι Επτά επί Θήβας- και για μνήμη σου να βάλεις
Μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
Πολέμησες κι εσύ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη».
Η καβαφική τέχνη εκμαιεύει και ένα ερώτημα του τύπου: Θα μπορούσε να υπάρχει Μαραθώνιον άλσος, θα μπορούσαν να έβγαιναν τέτοιοι πουρναρόκορμοι μαχητές («άνδρες πρίνινοι»), αν δεν είχε προϋπάρξει “της τραγωδίας ο λόγος ο λαμπρός”, να διαμορφώσει τέτοιες φωτεινές συνειδήσεις;
Τελευταίος σε χρονική σειρά, θα έρθει ο Ελύτης, ο οποίος θα αποδόσει δικαιοσύνη και στα δυο αντιμαχόμενα μέρη. Στην αρχή κιόλας του «Άξιόν εστι» ο Ήλιος –Ποιητής μιλεί στον νεογέννητο δυνάμει ήλιο-ποιητή, που τον εισάγει στον κόσμο τον δικό του και στον έξω κόσμο κι εκεί η γνώση του πρώτου γίνεται φωτισμός και του δεύτερου. Μα για τη διπλή αυτή κατάκτηση χρειάζεται ο μεγάλος μόχθος. Δίπλα στην Παιδεία (διάβασε), συνειρμικά η ρήση «πολέμησε» μας εισάγει στην κυριολεκτική έννοια της λέξης πόλεμος. Και εκεί ο Ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να πεί τον δικό του ισομερή και αποφθεγματικό λόγο «ο καθείς και τα όπλα του».
«Εντολή σου είπε αυτός ο κόσμος
Και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε.
« Ο καθείς και τά όπλα του».
Σε ότι έταξε η φύση τον καθένα, και ο ποιητής με το λόγο του. Κόβει το ξίφος κόβει όμως και ο Λόγος, όπως και το ξίφος.
Θα έλεγε κανείς πως εδώ τελειώσαμε. Στη ζωή όμως τα θέματα, τις πιο πολλές φορές, παραμένουν ανοιχτά. Ξάφνου ιστορικά πισωγυρίσματα ελαύνουν ακάθεκτα συμπαρασύροντας άτομα και λαούς στη δίνη τους. Και τότε ο γύρω μας χώρος γίνεται τόσο σκοταδερός και οι καταστάσεις τόσο πνιγηρές, ώστε το άτομο, έγκλειστο, να νιώθει τη μοναξιά του απελπιστική και το λόγο του εξουθενωμένο.
Είναι η περίπτωση του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη στα χαλεπά χρόνια όπoυ οι φωνές ήταν προσεχτικά χαμηλές και ο Λόγος φιμωμένος.
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής «Στόχος» (1970), με τον ενδειχτικό τίλο Επίλογος, διαβάζουμε.
Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες.
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.
Διαπιστώσεις βαρύτατα απαισιόδοξες. Εδώ η πέννα, ο λόγος, η ποιητική πράξη ακυρώνεται και παραδέχεται την ήττα της μπροστά στην ωμή πράξη της υλικής βίας. Σήμερα, ναι. Γι αυτό και ο ποιητής το επαναλαμβάνει δυο φορές. Η ιστορία όμως δεν ακινητοποιείται στο παρόν του σήμερα. Αύριο; Και το αύριο δεν άργησε να έρθει. Το έφεραν «οι νέοι…που τους έλεγαν αλήτες» για να ξαναθυμηθούμε τον Ελύτη. Εκείνα τα αναμάρτητα θαλερά νιάτα του 1973 που ξεκίνησαν με το Λόγο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και το παράλληλο Μέλος του Θοδωράκη και έγραψαν το έπος του Πολυτεχνείου.
Αγαπητοί μου αναγνώστες επιτρέψτε μου και πάλι να κλείσω αισιόδοξα με δυνάστη το λόγο του Καλλιτέχνη-Δημιουργού απέναντι στους βασανιστές του.
«Όταν τα μηχανοκίνητά σας θα γίνουν σκουριά και χώμα, τα τραγούδια μου θα επιζούν»
Σημείωση:
Επιτρέψτε και σε μένα τον ελάχιστο, που δεν μου επιτρέπετε να έχω θέση στο παραπάνω κείμενο, να θυμίσω πως ο τίτλος του σημερινού μου άρθρου οφείλεται σε ανάλογο ποίημά μου, από το οποίο αποσπώ μόνο δυο στιχάκια:
Χωράφι η Τροία
Κι η ζωντανή στον Όμηρο.