ΔΙΟΣ Δ’ ΕΤΕΛΕΙΕΤΟ ΒΟΥΛΗ

ΔΙΟΣ Δ’ ΕΤΕΛΕΙΕΤΟ ΒΟΥΛΗ
Του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού
 
Είναι απίθανο για το λογικό του σημερινού ανθρώπου να φανταστεί πως τα κατάφερε αυτός ο γενάρχης της ελληνικής μας ποίησης να είναι τόσο μεγάλος και ανυπέρβλητος δημιουργός στα δυο μεγάλα του έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Eμείς εδώ θα ασχοληθούμε με την Ιλιάδα.
Αυτός ο απαράμιλλος δημιουργός σοφίστηκε να περάσει μια γραμμή που διαπερνά όλη την Ιλιάδα, δηλαδή τον τρωικό πόλεμο, από την αρχή μέχρι το τέλος, με την «μήνιν»(μάνητα μεταφράζουν οι Κακριδής Καζαντζάκης) του Αχιλλέα, εναντίον του Αγαμέμνονα και γύρω από αυτό το μοτίβο διαπλέκει και εξελίσσει όλα τα γεγονότα, πολεμικά και μη, που υπακούν στο αρχικό σχέδιο.
Και μόνο το γεγονός αυτό θα άξιζε για να δώσει στην Ιλιάδα πρωταρχική σχέση, όμως μέσα στο έργο συναντάς άντρες με «αιδώ και νέμεσιν»(ντροπή και φιλότιμο), γυναίκες αξιόλογες γεμάτες ζωή, αλλά και καρτερικότητα, ισάξιες να σταθούν στο πλάι τους, τολμηρές περιπέτειες, σκληρές και άγριες περιγραφές μαχών, θάρρος και μεγαλοψυχία, εξύμνηση του ηρωικού φρονήματος, ανάλογη πονηριά που χρειάζεται ο πόλεμος, πλήθος από ρητά και γνωμικά, κοινή μοίρα των ηρώων, τραγικότητα, θεϊκή ομορφιά που εκπορεύεται από την Ελένη, που για χάρη της σφάζονται τα παλληκάρια στον κάμπο της Τροίας, αλλά και ανθρωπιά, παρ’ όλο που πρόκειται για πολεμικό έργο.
Και κάτι που κάποιος δεν μπορεί να το υποψιαστεί. Όταν διαβάσει κανείς όλο το έργο, που αποκαλύπτει ένα τόσο μεγάλο κόσμο, δεν μπορεί να πιστέψει πως δέκα χρόνια πολέμου είναι, από τη μεγαλοφυϊα του Ομήρου, με τέτοια τέχνη συμπυκνωμένα, ώστε οι μέρες πολέμου να είναι τέσσερεις, όλες κι όλες οι άλλες πενήντα μία, και από αυτές μέρες δράσης μόνον έντεκα!
Υπάρχει ανάλογο έπος στον κόσμο που να προχωρεί με τόση ταχύτητα και τέτοια έκφραση πλούσιας ζωής;
Αυτός που επιστατεί και ρυθμίζει όλες τις καταστάσεις του πολέμου είναι ο «πατήρ ανδρών τε θεών τε», ο μέγας Δίας, από τον υψικάρηνο Όλυμπο,είτε από το βουνό της Μικρασίας, την Ίδα, έχοντας πανοραμική εικόνα του πεδίου της Τροίας, που ο Όμηρος τον θέτει στην υπηρεσία της τέχνης του, ώστε ό,τι γίνεται, να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις βλέψεις και επιθυμίες του, δηλ. τη βουλή του.
Απ’ των θνητών πιο πάνω στέκουνται πάντα οι βουλές του Δία(Π,688)
Ο ποιητής παραμένει κρυμμένος στα παρασκήνια, ενώ στο προσκήνιο προβάλλει πάντα ο Δίας. Αλλά και σ’ όλό το έργο, πίσω από κάθε πράξη υπάρχει ένας θεός που τον κινεί ο Όμηρος.
Έχομε επομένως δίπλα στην «μήνιν» και δεύτερη γραμμή επικοινωνίας να διαπερνά το έπος, την βουλήν του Δία, ώστε μήνις και βουλή να διαπλέκονται με υπέροχη τέχνη στη διάταξη του συνόλου.
Εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι άνθρωποι δεν είναι μαριονέτες στα χέρια των θεών, αλλά θεϊκή βούληση και ανθρώπινη ενέργεια αλληλοσυμπληρώνουνται. Τα πρόσωπα υπηρετούν αυτή την αμετάκλητη αναγκαιότητα και όλα ακολουθούν το δρόμο τους, όπως το θέλησε ο ύψιστος των θεών.
Αυτός με τη θεοδικία του είναι ο ρυθμιστής της ζωής των θνητών με τη ζυγαριά που υψώνει (Χ, 209-213), και με την ανθρωποδικία του ρυθμιστής της ευτυχίας ή της δυστυχίας τους.
Μπροστά στου Δία την πόρτα βρίσκουνται στημένα δυο πιθάρια
Να ‘χει να δίνει το ‘να βάσανα, τ’ άλλο αγαθά γεμάτο(Ω,52728).
Ήδη μόλις αρχίζει το έπος, έχομε κατά τον διαμοιρασμό των λαφύρων που έλαβαν από μια γειτονική πόλη, τη Θήβα, στον Αγαμέμνονα να χαρίζεται μια κόρη η Χρυσηίδα, που ο πατέρας της είναι ιερέας του Απόλλωνα. Αντίστοιχα ο Αχιλλέας κατέχει μια άλλη κόρη, τη Βρισηίδα.
Η Χρυσηίδα δεν ήταν τυχαία κόρη, δεδομένου ότι ο Αγαμέμνονας ομολογεί ότι την προτιμά από τη γυναίκα του, τη βασίλισσα Κλυταιμνήστρα, για το σώμα, την κορμοστασιά, τη γνώση και τα έργα.(Α,113-5)
Επειδή όμως ο Αγαμέμνονας μετά από τιμωρία του Απόλλωνα στο στρατό των Ελλήνων αναγκάζεται να επιστρέψει στον πατέρα της, την Χρυσηίδα , με το κύρος που του προσδίδει η αρχιστρατηγία, («Ατρεΐδης άναξ ανδρών»A,7 και «βασιλεύτατος»I,69), απαιτεί και παίρνει από τον «δίον» Αχιλλέα, την κόρη εκείνου τη Βρισηίδα, για την οποία υπαινυκτικά ο Όμηρος, την ώρα που του την παίρνουν, αναφέρει πως τους ακολουθεί «αέκουσα» (χωρίς να το θελήσει),δείχνοντας την προτίμησή της στον Αχιλλέα, που και αυτός αργότερα θα την ονομάσει «άλοχον θυμαρέα» δηλ. σύγκλινη αγαπημένη (Τ,334).
Η μάνητα που κατέλαβε τον Αχιλλέα είναι τέτοιας μορφής, που αν δεν επενέβαινε η Αθηνά θα γίνονταν σφαγή. Παρατάει φοβερά χολωμένος το στρατόπεδο των Ελλήνων, απομονώνεται στη σκηνή του, και ορκίζεται πως δεν θα πάρει μέρος στον πόλεμο, παρά μόνον αν το ξερό ραβδί που μπήγει στο χώμα ξανανθίσει με κλώνους και φύλλα!
Πικρά παραπονιέται στη μάννα του Θέτιδα, ζητώντας ικανοποίηση από τον Δία.
Η νεράιδα Θέτιδα προσφεύγει στο Δία και τον παρακαλεί με δυο συμβολικές κινήσεις ικεσίας (με το δεξί του ‘πιασε το πιγούνι του και με το αριστερό τα γόνατα), να τιμηθεί ο προσβλημένος γυιος της και ζητάει γι αυτό ένα θεϊκό σημάδι, ότι ο Δίας θα τηρήσει την υπόσχεσή του. Και εκείνος για υπόσχεση έσμιξε λίγο στο αθάνατο κεφάλι του τις θείες χαίτες των φρυδιών του, έτσι που τραντάχτηκε ο Όλυμπος! (Αθάνατη εικόνα που βοήθησε τον Φειδία ναι να πλάση τη μορφή του μεγάλου θεού).
Ο Δίας για να τιμήσει τον Αχιλλέα, στέλνει ένα πλάνο όνειρο, τον«ούλον όνειρον» που παρασέρνει τον Αγαμέμνονα σε έναν άτυχο πόλεμο, που μόνο συμφορές θα φέρει στο ελληνικό στρατόπεδο.
‘Όμως ο Δίας δεν βιάζεται. Στο Β περιγράφονται οι δυο στρατοί. Στο Γ γίνεται πρόταση να πολεμήσουν αδικητής (Πάρης) και αδικημένος Μενέλαος και οι δυο στρατοί να σεβαστούν το αποτέλεσμα. Γίνεται παρασπονδία και στο Δ οι δυο στρατοί πέφτουν ακάθεκτοι ο ένας πάνω στον άλλο. Όμως η μάχη δεν κλείνει με το μέρος κανενός. Ο Δίας θ’ αργήσει να δώσει λύση.
Στο Θ ο Δίας πιάνει απ’ τη μέση και υψώνει την ολόχρυση ζυγαριά που γέρνει προς το μέρος των Αχαιών. Σημάδι θανάτου και ήττας,(«αίσιμον ήμαρ Αχαιών») που την προκαλεί η αποχή του Αχιλλέα. Η μάχη αποβαίνει χωρίς κανένα οριστικό αποτέλεσμα.
Οι Έλληνες διαβαίνουν την τάφρο που έχουν ανοίξει και κλείνονται μέσα στα τείχη τους. Οι πολιορκητές γίνονται πολιορκούμενοι.
Μέχρι τώρα με εντολή του Δία ο Έκτορας έμενε παράμερα για να τιμηθεί ο Αχιλλέας. Τώρα οι Τρώες με επικεφαλής τον Έκτορα μάχονται με λύσσα να σπάσουν τις πόρτες να μπουν μέσα στα τείχη και να κάψουν τα πλοία! Η νύχτα πέφτει και η αυριανή μέρα είναι η πιο κρίσιμη.
Στο Ι ο Αγαμέμνονας παραδέχεται ότι τυφλώθηκε από το πλανερό όνειρο του Δία, νιώθει έντονη μεταμέλεια, δίνει πίσω στον Αχιλλέα τη Βρισηίδα, που τη σεβάστηκε και δεν πλάγιασε μαζί της, κοντά σ’ αυτήν άλλες εφτά γυναίκες σκλάβες και πλήθος άλλα τάματα, με παράλληλα τιμητική αποστολή. Μάταια όλα, ο ήρωας παραμένει ανένδοτος. Κι αυτό θα κάνει αργότερα τη μεταστροφή του να παίρνει διαστάσεις απίθανου βάθους.
Μάταιη αποβαίνει η αποστολή των Ελλήνων στον Αχιλλέα που τον ικετεύουν και του τάζουν τα πάντα να επιστρέψει.
Στο Λ ο ουρανός βρέχει ματωμένες στάλες, σημάδι πως ο Δίας θα στείλει πολλές ψυχές στον κάτω κόσμο, όπου οι Αχαιοί στέλνουν τον Πάτροκλο πικρά να τον αποπαίρνει και τότε συνέρχεται, αλλά και τότε δέχεται μόνο να δώσει την πανοπλία του στο φίλο του, για να βγει στο πόλεμο. Και αυτό με έναν όρο. Μόλις διώξει τους Τρώες από τα πλοία, να μη προχωρήσει πιο πέρα. Να επιστρέψει! Δεν επιθυμεί κανείς να του κλέψει την νίκη. Ο Πάτροκλος μπαίνει στη μάχη. Οι Τρώες νομίζοντας πως έχουν να κάνουν με τον Αχιλλέα, τρομοκρατούνται και οπισθοχωρούν. Τα πλοία γλυτώνουν. Ο Πάτροκλος αριστεύει.
Για να τιμηθεί όμως ο Αχιλλέας και να επιστρέψει στη μάχη, σύμφωνα με τη βουλή του Δία πρέπει να πληρώσει ο Πάτροκλος, που θριαμβεύει και έχει μεθύσει από τη νίκη, καθώς κυνηγά τους Τρώες ως την πόλη νομίζοντας πως θα κυριεύσει την Τροία, κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις του και τις βουλές του Δία. Την ύβρη του θα την πληρώσει με το θάνατό του. Ο ‘Εκτορας θα τον γυμνώσει και θα φορέσει την πανοπλία του Αχιλλέα, και ο Δίας μονολογεί: Δυστυχισμένε, δε σκέπτεσαι καθόλου το θάνατο που σε πλησιάζει. Φοράς όπλα άριστου πολεμιστή που τα πήρες «ου κατά κόσμον»(Ρ,205). Μέσα στην Ιλιάδα επανειλημμένα έχει προειδοποιηθεί τρεις φορές από τον Πολυδάμαντα να μην είναι κεφάλι αγύριστο και να παίρνει από λόγια.
Στο έπος επαναλαμβάνεται άφευκτα ο τραγικός κύκλος των ηρώων: Ύβρις, έπαρση, άτη,(=διανοητική τύφλωση) τίσις (=θεία πληρωμή) για αυτούς που ξεπερνούν το μέτρο.
Γίνεται λυσσαλέα μάχη γύρω από το πτώμα του Πάτροκλου, ώσπου οι Έλληνες να το φέρουν στα ελληνικά καράβια. Όμως οι Τρώες συνεπαρμένοι από τον θρίαμβό τους ξαναγυρνάν και πάλι και φθάνουν στα ελληνικά πλοία. Ένας αγγελιοφόρος φέρνει τα πικρά νέα στον Αχιλλέα.
Από κεί και πέρα όλα είναι προαποφασισμένα για την πτώση της της Τροίας, που μοίρα της είναι να πληρώσει την πράξη του Πάρη.
Ό,τι έγινε ήταν για να τιμηθεί ο Αχιλλέας και να τιμωρηθούν οι Ελληνες, διότι κατά την τότε αντίληψη ο βασιλείς είναι διογενείς και επομένως τα σφάλματα των ηγητόρων τα πληρώνουν οι λαοί! (Qod delirant reges luuntur Achivi).΄
Ο Αχιλλέας γνωρίζει από τη μάννα Θέτιδα πως αν δεν πολεμήσει, θα ζήσει ευτυχισμένος ως τα βαθιά γηρατειά του, στην πατρίδα του Φθία, αλλά άδοξα. Αντίθετα, αν πάρει μέρος στον πόλεμο, θα πεθάνει πολύ σύντομα, αλλά θα αποχτήσει δόξα αθάνατη.
Κι εκείνος παρά να ζεί στον κόσμο «άχθος αρούρης», προτιμά να εκδικήσει τον μεγάλο του φίλο.
Για τον ομηρικό ήρωα μια και μοναδική είναι αυτή η ζωή που ζούμε, τα μετά θάνατον σκιές δίχως αίσθηση και καμιά συνείδηση.(2) Και όμως αυτό το πολύτιμο αγαθό ο Αχιλλέας είναι έτοιμος να το θυσιάσει για την τιμή του.
Ο Ήφαιστος θα κατασκευάσει καινούρια πανοπλία για τον Αχιλλέα, ο οποίος νίκησε τη μνησικακία του, έγινε μεγαλόψυχος και συμφιλιώνεται με τον Αγαμέμνονα και μπαίνει στον πόλεμο(Σ).
Όταν θα φονεύσει όμως τον Έκτορα, που φορεί τη δική του πανοπλία, μισότρελος από οργή και άσπλαχνος, επί έντεκα μέρες θα τον εξευτελίζει σέρνοντας πίσω από το άρμα του το πτώμα του, χωρίς να χορταίνει το θυμό του. Οι θεοί φροντίζουν το σώμα του Έκτορα να παραμένει άθικτο και αμόλυντο.
Πρόθεσή μου δεν είναι ούτε το θάνατο του Έκτορα(Φ) να περιγράψω, ούτε τα μοιρολόγια που ακούστηκαν στην Τροία, ούτε τις επιθανάτιες τιμές του Αχιλλέα στον Πάτροκλο(Ψ).
Θα σταθώ στο τελευταίο περιστατικό, όπου ο γέρο-Πρίαμος, που δε θυμίζει πια τον μεγάλο βασιλιά της Ασίας, έρχεται στη σκηνή του άσπονδου εχθρού του, Αχιλλέα, να ζητήσει το πτώμα του ακριβού παιδιού του σκηνή κατά την οποία η μανία και παραφορά του Αχιλλέα σταδιακά αργολειώνει και μεταβάλλεται σε ευσπλαχνία.
Η σκηνή της συνάντησης του πατέρα με το φονιά του παιδιού του, είναι μια κορυφαία στιγμή στην παγκόσμια λογοτεχνία. Εδώ «η Ιλιάδα βρίσκει την τελείωσή της και ο δρόμος της δυτικής ανθρωπιάς την αρχή του» (Lesky).
Ο Αχιλλέας, αυτός ο φοβερά άτεγκτος, όταν ένιωσε τον άλλοτε ισχυρό μονάρχη να πιάνει τα δυο του γόνατα και τ’ αντροφόνα του χέρια, που του είχανε σκοτώσει και άλλα πολλά παιδιά, και την ίδια στιγμή να σκύβει και να τα φιλεί, διπλά σαστισμένος τον άκουσε να του λέει
Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου
Ενός καιρού ‘μαστε, στην τέλειωση των γερατειών των έρμων.
…… εκείνος ζωντανός ακούγοντας πως είσαι αναγαλλιάζει
Μα εγω ο τρισάμοιρος που αξιώθηκα τους γυιους του πιο αντρειωμένους
Στην Τροία να κάνω την απλόχωρη, δε μου απόμεινε ένας! Ω,486-7-93(3)
Και τον ένα, τον ξεχωριστό, τον Έκτορα, που προστάτευε την πατρική του γη, μου τον σκότωσες πριν λίγες μέρες. Γι αυτόν βρήκα το κουράγιο να φτάσω ως εδώ και να ζητησω την ξαγορά του.
Έλα σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε κι εμένα,
Τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος. Πιο αξίζω εγώ συμπόνια,
Τι εβάστηξα ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο,
Του αντρούς που τους υγιούς μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!Ω,(503-4) 4.
Μετά από ένα μακρύ διάλογο μεταξύ τους που και οι δυο κλαίνε, ο Αχιλλέας δίνει εντολή, στις σκλάβες γυναίκες που είχε, να πλύνουν και να στολίσουν τον νεκρό και ο ίδιος αφού τον σήκωσε στα χέρια του τον απίθωσε σε νεκρική κλίνη.
Και τώρα θαυμάστε το μεγαλείο ψυχής που περικλείνει η τελευταία κορυφαία σκηνή, των δυο τραγικών προσώπων, άλλοτε θανάσιμων εχθρών, που αναγνωρίζουν και τιμούν και καμαρώνουν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου τον άνθρωπο, μετά τον κοινό δείπνο, και πριν φύγει με το νεκρό παιδί του ο Πρίαμος.
Και σύντας του ψωμιού θαράπαψαν και του φαγιού τον πόθο,
Να καμαρώνει ο Πρίαμος άρχισε τον Αχιλλέα, θωρώντας
Πόσο τρανός φαινόταν κι όμορφος, με τους θεούς παρόμοιος.
Ωστόσο κι ο Αχιλλέας καμάρωνε το γέροντα αντικρύ του,
Το αρχοντικό του θώρι βλέποντας, το λόγο του γρικώντας.Ω,528-32(5).
Ένας πόλεμος που ξεκληρίζει σπίτια, οικογένειες, ήρωες, μια πόλη ολόκληρη κι κι ένας απαρόμοιαστος ποιητής, στην αρχή μιας βρεφικής ποίησης, που φτάνει σε τέτοια ύψη, ώστε και από αντίθετους δρόμους να γίνεται ένας ύμνος προς τη ζωή, που χάνεται στις μυλόπετρες του πολέμου.!
Η Ιλιάδα τελειώνει με την ταφή του Έκτορα. Ο θάνατος του Αχιλλέα και ή άλωση της Τροίας έχουν αναγγελθεί πολλές φορές στο έπος.

1, 3, 4, 5. Μετάφρ. Νίκου Καζαντζάκη- Ι.Θ.Κακριδή.
2. Δες στo Ιστολόγιό μου το άρθρο μου « Ο κάτω κόσμος στον Όμηρο και στα δημοτικά μας τραγούδια».