Η ΛΥΓΕΡΗ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
(Νικ. Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», αρ.222)
Σχόλια Κώστα Γ.Τσιλιμαντού
(Νικ. Πολίτης «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», αρ.222)
Σχόλια Κώστα Γ.Τσιλιμαντού
Λυγερή, η. (Oυσιαστικοποιηθέν όνομα του επιθέτου λυγερός < αρχ. λυγηρός, που σημαίνει εύκαμπτος, τρυφερός.) Σημαίνει, νέα, ψηλή και χαριτωμένη γυναίκα.
Στα δημοτικά τραγούδια η νέα γυναίκα ονομάζεται κόρη, ή λυγερή. Και οι δυο λέξεις και όμορφες είναι και ποιητικές, σε αντίθεση με το γραμματικά ουδέτερο κορίτσι. Ο Σολωμός προτιμά την ωραιότατη λέξη κορασιά. Στον Ερωτόκριτο ονομάζεται κόρη, κοπελιά, λυγερή, κοράσια στον πληθυντικό και θυγατέρα για του γονείς. Ποτέ όμως κορίτσι. Και όσο για το νέο: άγουρος.
Το τραγούδι τώρα:
Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγούν από τον Άδη.
Ο ένας να βγεί την άνοιξη, κι ο άλλος το καλοκαίρι,
Κι ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
«Για πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμο.
-Δεν ημπορούμε λυγερή, δεν ημπορούμε κόρη,
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι αστράφτουν τα μαλλιά σου,
Χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ο Χάρος.
Ζωντανή και άπρόσβλητη τη λεβεντιά, άθικτη και αμάραντη την ομορφιά και στον Κάτω Κόσμο τη θέλησε, στο τραγούδι αυτό ο λαός μας, Και τη δίψα του
για τις τρεις εποχές, που είναι κλίμα πατρίδας, την άνοιξη, «που στήνει ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη» του Σολωμού, το «λινό καλοκαίρι», και το «συνετό φθινόπωρο» του Ελύτη, αυτά όλα είναι καημός και νοσταλγία για τον άνθρωπο που τα χάνει.
Η κορασιά με τα λαμπερά χυτά μαλλιά, τα πλουμιστά στολίδια και τα αρχοντικά φελλοκάλιγα, πλησιάζει τους λεβέντες με σταυρωμένα χέρια –εικόνα παράκλησης από εκκλησία-, και τους παρακαλεί να την πάρουν μαζί τους.
Ως εδώ είχαμε το διάκοσμο, ένα απατηλό κλίμα, και τώρα αρχίζει ο δραματικός διάλογος.
Η κορασιά, στο άκουσμα ότι τα στολίδια της είναι το μεγάλο εμπόδιο, η αγάπη και η λαχτάρα της είναι τόσο μεγάλη, ώστε φτάνει να την πάρουν μαζί τους, να σμίξει μες τους αγαπημένους της, τη μαννούλα της, τον κύρη της , τα αδέρφια και τα ξαδερφια της, και τα αρνείται όλα, χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές,
Μα εγώ τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου
Κι αυτό το φελοκάλλιγο μεσ’ στη φωτιά το ρίχνω.
Πάρτε με αντρειωμένοι μου, να βγω στον Πάνω κόσμο
Να πάω να ιδώ τη μάννα μου πως θλίβεται για μένα,
Να ιδώ και τον πατέρα μου πως θλίβεται για μένα
Να πάω να ιδώ τ’ αδέρφια μου πως θλίβονται για μένα,
Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως θλίβονται για μένα.
Η κορασιά που δεν πρόλαβε να γευτεί πίκρες από την πολυκύμαντη ζωή, πιστεύει ακόμη πως αυτή είναι το κέντρο της ζωής, πως χωρίς αυτήν δεν κινείται ο κόσμος και πως όλα στη ζωή κινούνται σε μια ατελεύτητη ροή αγάπης.
Και ο θανατος; Πως είναι στον Άδη; Ακόμα ζούμε, για όσο απαιτεί το τραγούδι, σε παραδείσια εποχή.
Ξ άφνου έρχεται μετά από κάθε ερώτηση στίχου και μια δραματικά καταλυτική απάντηση.
Στον πρώτο στίχο που αναφέρεται στη στοργική της μάννα, η σκληρή απάντηση είναι;
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου στη ρούγα κουβεντιάζει!
Στην παράκληση να ιδεί το θλιμμένο της πατέρα, ακολουθεί δεύτερη μαχαιριά.
-Κόρη μου, κι ο πατέρας σου στο καπηλειό ειν’ και πίνει!
Στην τρίτη ερώτηση για τα αγαπημένα αδέρφια, έρχεται ως απάντηση κάτι που συνήθιζαν οι ξέγνοιαστοι νέοι από τα αρχαία χρόνια να βγαίνουν στα αλώνια ή στο ξέφωτο και να ασκούνται ποιος θα ρίξει το λιθάρι πιο μακριά
-Κόρη μου εσέν’ τ’αδέρφια σου ρίχνουνε στο λιθάρι!
Όσο για τα ξαδέρφια , ποιος νοιάζεται, που θα ‘λεγε κάποιος. Εκεί χαρές και ξεφαντώματα!.
-Κόρη μου τα ξαδέρφια σου μεσ’ στο χορό χορεύουν!
Το τραγούδι ξεκίνησε με πρωταγωνιστές τους αντρειωμένους, που όσο αντρειωμένοι κι αν ήταν, νικήθηκαν από το χάρο και τώρα προσπαθούν, όπως λένε άλλες παραλλαγές, να βρουν του Χάρου τα κλειδιά και να δραπετεύσουν.
Και ξάφνου το τραγούδι αλλάζει στόχο και πρωταγωνιστής γίνεται η όμορφη κορασιά.
Κανονικά το τραγούδι θα ‘πρεπε εδώ, με το τέλος της αποκαρδιωμένης κόρης, να σημάνει και το δικό του το τέλος. Η αγάπη της για τους δικούς της είναι χωρίς αντίκρυσμα. Δε χρειάζεται πλέον να ικετεύει. Οι ικεσίες και η γεύση της πικρής πραγματικότητας έφεραν και το τέλος. H ζωή τραβάει αδιάφορη, ανεξάρτητα από ανθρώπινες βουλήσεις το δικό της δρόμο και σαν οδοστρωτήρας συντρίβει με αλλαγές και παραλλαγές γεγονότα και αισθήματα.
Εν τούτοις η λαϊκή ψυχή που δέχεται τη σκληρότητα της ζωής και το ξεθώριασμά της ,επαναστατεί για τη λησμονιά, την αδικία, και τα πρόσκαιρα συναισθήματα που έχουν όσοι ζούν. Και τα τινάζει όλα: μπουρλότο! Ούτε ν’ ακούσει πια για δίπλες χορού. Αν ο δεσμός αγάπης είναι τόσο εύθραυστος:Φωτιά!
Κι η κόρη-ν-αναστέναξε βαθιά στον Κάτω κόσμο,
Κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
Εκάη και το λιθόρεμα που ‘ριχναν το λιθι,
Εκάη κι δίπλη του χορού,π’ εχόρευε η γενιά της,
Την άποψη της ωμής πραγματικότητας ήρθε κάποια άλλη στιγμή ο λαός να εκπληρώσει αντιστικτικά πάνω στο ίδιο θέμα, και έτσι να κλείσει ο λεγόμενος κύκλο της ζωής και με τις δυο απόψεις.
Αν για πολλούς η ζωή είναι οδοστρωτήρας, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που ζουν με τη γεύση της πικρής και την ακοίμητη θύμηση δια βίου,
Εδώ η χαροκαμένη μάννα θρηνεί «ες αεί» τον πόνο του λατρεμένου γυιού της. Ποιος είναι αυτός ο αγιάτρευτος πόνος του γυιού της;
Η στέρηση της ζωής, που βρήκε τον ίδιο με το θάνατο. Αυτό τον πόνο η μάννα, τον πόνο του γυιού που δε χάρηκε ζωή, και το δικό της πόνο που έχασε το σπλάχνο της, τα δυο αυτά θα γίνουν ενιαίος πόνος, βαθιά ριζωμένος σε συναισθηματικό δεσμό ακοίμητος μέσα της, και θα μάχεται να τον κρατήσει ζωντανό, όσο ζεί, όπως το φανερώνει το παρακάτω ποιητικό αριστούργημα
, ΜΟΙΡΟΛΟΪ
Παιδάκι μου τον πόνο σου που να τον απιθώσω;
Να ρίξω τον σε τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
Να τονε ρίξω στα κλαριά, τον παίρνουν οι διαβάτες,
Να τονε βάλω στην καρδιά να τον καταριζώσω.
Να περπατώ να με πονεί, να στέκω να με σφάζει.
Θα πάγω και στο χρυσικό για να τονε χρυσώσει.
Να φιάξω ένα χρυσό σταυρό κι ένα ασημένιο γκόλφι.
Να προσκυνάω το σταυρό και να φιλώ το γκόλφι.
(Από την «Περισυναγωγή» του Ν. Παπαζαφειρόπουλου,
αρ. 205, σελ.38).