ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ 125-180 μ.Χ.
του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού
Το Λουκιανό τον πρωτογνώρισα στην πρώτη Λυκείου, τελευταίο μου έτος στο Ζωγράφειο, όχι από φιλόλογο καθηγητή, αλλά από τον αγαπημένο μου δάσκαλο, αρχιμανδρίτη τότε, Νικόλαο Κουτρουμπή, τον κατόπι μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου, που μας δίδαξε εκτός από τη «Χριστιανική Ηθική», ένα φεγγάρι και αρχαία ελληνικά.
Όταν επέστρεψα στην Πόλη καθηγητής, στα βιβλία που μου χάρισε και κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου, υπάρχουν και πέντε βιβλία του Λουκιανού, που φαίνεται ότι πολύ τον αγαπούσε.
Ο Λουκιανός, λοιπόν, είναι Σύριος από την πόλη Σαμόσατα, (αρχαία πόλη στη δεξιά όχθη του Ευφράτη, πριν από τη Ρωμαϊκή κατάκτηση πρωτεύουσα της παλαιάς Κομμαγηνής), έζησε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και μάλιστα κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, στους χρόνους της δεύτερης σοφιστικής ( 2ος και 3ΟΣ αι. Μ. Χ.), σύγχρονος του Μάρκου Αυρήλιου, ρήτορας και συγγραφέας έργων γραμμένων σε έντεχνα και άψογα ελληνικά, όπως και ο Αυρήλιος, (αττικίζουσα γλώσσα) γλώσσα εκείνων των καιρών παγκόσμια.
Είναι η εποχή που μετά τον εξελληνισμό της Ανατολής επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, φοιτούν στις ελληνικές σχολές(«βάρβαροι» από το Βορυσθένη στις εκβολές του Δνπείπερου, ως τον Άνω Νείλο, από τη Βαβυλώνα ως την Καρχηδόνα, από τις πόλεις της Ιλυρίας ως τη μακρινή Γαλατία και σ’ όλον αυτό αυτό τον καινούργιο κόσμο, θα βρεις να κατάγονται εκπρόσωποι της δεύτερης σοφιστικής»).ΙΣΤ. ΕΛΛ. ΕΘ. τ,6, σ.396.
Οξύ και ελεύθερο κριτικό πνεύμα, ανικανοποίητο από τα δεδομένα της εποχής στην οποία έζησε, διαθέτοντας μια έμφυτη σατιρική διάθεση, επιζητώντας με κάθε τρόπο την αλήθεια, με λόγο αιχμηρό και διεισδυτικό, αμφιβάλλει και αντιλέγει σε όλα, θεία και ανθρώπινα, γελά, χλευάζει, καυτηριάζει τους φιλοσόφους, τους κυνικούς, (εξαιρεί τους επικούρειους με τους οποίους ταυτίζεται), τους ρήτορες, επιτίθεται με σφοδρότητα κατά πάντων. Αντιπαθεί την Αστρολογία, ειρωνεύεται τις μυθολογικές πεποιθήσεις των ανθρώπων, την ευπιστία, τη δεισιδαιμονία εγγίζοντας τις παρυφές του σαρκασμού. Κοροϊδεύει τους θεούς, του επάνω και κάτω κόσμου, τις θεότητες, τους δαίμονες, τις ενάλιες θεότητες, ιδίως τους διάσημους άρχοντες του κόσμου τούτου, ζώντες και τεθνεώτες, ακόμα και τον «πατέρα ανδρών τε θεών τε» τον μέγα Δία.
Δε φείδεται ούτε του εαυτού του «Λουκιανός τάδε έγραψε, παλαιά τε μωρά τε ειδώς (γνώστης), μωρά γαρ ανθρώποισι και τα δοκούντα(όσα νομίζονται) σοφά!
Όσο για τις γυναίκες, σκέτο δηλητήριο: «Δύο ημέραι γυναικός εισίν ήδισται,(γλυκύτατες), όταν γαμεί τις, κα’κφέρει τεθνηκυίαν( όταν τη χαίρεται την πρώτη νύχτα του γάμου και όταν τη συνοδεύει στο τάφο .!) εδώ, δυστυχώς, καταντάει σκέτη άρνηση. Μερικά από αυτά βρίσκονται μεταφρασμένα στο βιβλίο μου «ΦΙΛΟΓΕΛΩΣ».
Ως συγγραφέας, εισήγαγε πρώτος στην ιστορία της Λογοτεχνίας τον ειρωνικό διάλογο και θεωρείται ο δημιουργός του.
Ένας ανένταχτος συγγραφέας με μια ζωή ταξίδια: Ιωνία, Αντιόχεια, Ρώμη, Γαλατία, Αθήνα και τέλος Αίγυπτο και εκεί πεθαίνει. Πράγματι ένας κοσμοπολίτης.
Ακόμη και φανταστικά ταξίδια έγραψε μετα μορφώνοντας τον εαυτό του σε…γάιδαρο, («Λούκιος ή όνος»), και πρωτοφανές για την εποχή του ταξίδι στη Σελήνη, κατοικημένη από αλλόκοτα όντα!
Από τον Λουκιανό μας έμειναν μέχρι σήμερα και δυο αποφθέγματα: το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» και «ώδινεν όρος και έτεκε μυν», και σώζει και μια γνωστη παροιμία στο «Μυίας (μύγας) εγκώμιον». Κλείνοντας το κείμενό του γράφει «δε θέλω να μακρηγορήσω και κάνω την μύγα ελέφαντα».
Ο Λουκιανός έφτασε στις ρίζες της θρησκείας με ένα χαιρέκακο ίσως καταβύθισμα. Δεν είδε το άνθος. Οι ταραγμένοι καιροί στους οποίους έζησε δεν πρόσφερναν λαβές για τέτοια θέαση: πόσο εξωραϊστηκαν οι άγριοι θρύλοι και πόσο εξευγενίστηκαν οι βαναυσότητες.
Εκείνος είδε τις αρχέγονες καταβολές: Φόνους και αιμομιξίες, διαστροφές και βιασμούς, κλεψιές και ανηθικότητες και πρωτόγονους στοχασμούς, στη λογική ασυμβίβαστους. Έτσι στάθηκε ο μεγάλος γκρεμιστής, επισπεύδοντας μια καταστροφή που δεν περνούσε από το νου του, μη έχοντας τη δύναμη να εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων.
Ποια θρησκεία είχε ποτέ τέτοιο ανθοβόλημα ομορφιάς, όπως η ελληνική; Ποια στάδια καμάρωσαν ποτέ τέτοια γυμνά κορμιά, στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι; Αυτές οι χαριτωμένες θαλάσσιες θεότητες δεν γέμιζαν μόνο τα ερημικά ακρογιάλια και τους μακρισμένους γιαλούς με ζωντανό κάλλος.-
Πώς μπορούσε να φανταστεί ο ‘Ελληνας μια τέτοια ηλιόφωτη και πασίχαρη φύση έρημη; Αυτές οι πανέμορφες θεότητες έτερπαν όχι μόνο την ψυχή του, αλλά και τη γλώσσα του, με τις ονομασίες που τους έδωσε.
Χαρείτε ονόματα που για τα περισσότερα κάποτε έγινε κρυφός και φανερός αγώνας να εξοστρακιστούν από τις ελληνικές οικογένειες: Γλαύκος, Τρίτων, Νηρεύς, Πρωτεύς, Γαλήνη, Ερατώ, Έρση, Γαλάτεια, Αμφιτρίτη, Μελπομένη, Μελίτη, Λήδα, όπου αρμονικά εναλλάσσεται η απαλή αίσθηση της ροής του «λ», με την υγρή δροσερότητα και το σφρίγος του «ρ» και αντιπαραβάλλετε δίπλα τα Ιώβ, Τωβήτ, Ιακώβ. Νωεμί, Ιουδίθ, για να καταλάβετε τη διαφορά.