Όμορφη και εποικοδομητική πορεία με οδηγό τον Αντώνη Κούρο και συνεπιβάτες εμένα και τη Φανή Δημοπούλου τώρα, Ράφτη πριν παντρευτεί, κόρη του Γιάννη Ράφτη (Μάικα) από το Δολό και της Κατίνας Τζουλάφη από τη Βοστίνα. Τη Φανή που μας θέλγει με τα τραγούδια της.
Αντάρτισσα, χωρίς τη θέλησή της, στα δίσεχτα χρόνια του εμφύλιου, όταν το φέρνει η κουβέντα, ποτέ δεν καταφέρεται, πολλά έμειναν μέσα της, που δε σβήνουνται, από εκείνους τους καιρούς.
Ο αδελφός της Θωμάς, που έμεινε με το κοπάδι του πατέρα του στο χωριό, από πολλά χρόνια τώρα στην Αμερική, έχει πικρές αναμνήσεις για το πώς ο εθνικός στρατός, όταν επικράτησε στο Πωγώνι, επίταξε το κοπάδι, τι αντιμετώπιση είχε ο ίδιος και τι τράβηξε μέρες νηστικός … Όλα αυτά υποσχέθηκε κάποτε να μας τα γράψει και τα περιμένουμε..
Με την ήττα και την υποχώρηση η Φανή πέρασε στην Αλβανία και από εκεί στην… Τασκένδη. Τόσο μακριά. Εκεί της αναγνωρίστηκε το φυσικό χάρισμα της φωνής της και βρέθηκε να σπουδάζει στο κρατικό Ωδείο της πόλης. Το θυμάται με ευγνωμοσύνη αυτό.
Τραγούδησε ρωσικά τον πρώτο καιρό. Όμως εκείνη η μυστική χορδή που «έστριζε» μέσα της και που την είπαν πατρίδα, έμενε ασίγαστη και επίμονη. Έτσι οι ήχοι από τις πρώτες καταβολές και τα ακούσματα του γενέθλιου τόπου, την κέρδισαν.
Όταν γύρισε στην πατρίδα, ακούστηκε η αυθεντική φωνή της, που δεν είχε παραμορφωθεί από λαϊκισμούς και εμπορικότητες στο πέρασμα του χρόνου, όπως συμβαίνει σε πολλούς, και έτερψε με το ιδιαίτερο χρώμα της φωνής της τραγουδώντας παλιούς ήχους και στίχους. Όταν ακούει το «κούγω τον άνεμο κι αχάει» παρεφθαρμένα και όχι τον παλαιό σκοπό που τραγουδούσαμε στο Πωγώνι, φρίττει.
Ποιος από εμάς γνωρίζει ότι ο «Κώσταντας» απηχεί την αρχική σύνθεση ενός τραγουδιού που εξιστορούσε την τραγική μοίρα του τελευταίου Έλληνα βασιλιά, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, που γνώριζε και βάδιζε συνειδητά προς το θάνατο, κι αυτό του μηνούσε στο τραγούδι, το πουλάκι. Της το ομολόγησε ο μακαρίτης Σίμων Καράς, με τον οποίο συνεργαζόταν τότε και ο οποίος είχε κάνει τις ανάλογες έρευνες.
Μιλήσαμε για τη δωρικότητα που έχουν ορισμένα τραγούδια και είναι πολύ σύντομα, αλλά με τον καιρό νοθεύτηκαν. Η Φανή μας εξήγησε ότι δεν είναι μόνον ο χρόνος που φέρνει τις αλλαγές, αλλά και κάποιες οργανικές ανάγκες.
« Παλαιότερα ο κόσμος σπάνια χόρευε με τη συνοδεία οργάνων. Τραγουδούσαν. Αν το τραγούδι ήταν σύντομο, ο χορός δεν μπορούσε να σταματήσει, πριν καλά- καλά αρχίσει. Γινόταν προσθέσεις ή προσμίξεις με άλλα, και από εκεί το μπέρδεμα και η νοθεία. Π.χ. ο στίχος: «εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω/ σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω» που προσμίχθηκε στο τραγούδι του Οσμάν Τάκα, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Ανήκει στο «μαύρα μου μάτια και κοντοκλαδεμένα».
Το πραγματικό τραγούδι του Οσμάν Τάκα, που από παρα φθορά έγινε Σαμαντάκας, υπέστη τέτοια νοθεία που όχι μόνον έγινε αγνώριστο, αλλά και ανούσιο.
« Ο Οσμάν Τάκας _συνεχίζει η Φανή, υπήρξε ένας όμορφος νέος, ένας λεβεντάνθρωπος που στο χορό δεν παράβγαινε κανένας μαζί του. Ένα τέτοιο παλληκάρι ήταν το ίνδαλμα των γυναικών. Λίγωναν στη θωριά του. Από αντιζηλία ή από κάποιον άλλο λόγο που δεν καλοθυμάμαι τώρα, ο Αλή- πασάς τον έπιασε και τον καταδίκασε σε θάνατο.
Όταν ήρθε η ώρα της εκτέλεσης, το λαμπρό παλληκάρι ζήτησε στερνή χάρη, πριν αποχαιρετήσει τον κόσμο μας και τη ζωή του. Ζήτησε να χορέψει για τελευταία φορά. Και ο πασάς το επέτρεψε. Μα σαν είδε το θάμα του χορού του, δε βάσταξε να σκοτώσει ΄έναν τέτοιο λεβέντη χορευτή. Τέτοιους ανθρώπους δεν τους σκοτώνουν. Και του χάρισε τη ζωή. Και να το τραγούδι:
Γεια σου (ω)ρέ Οσμάν Τάκα
Τη λεβεντιά σου να ’χα.
Ωρέ πήγα να σκοτώσω
Τέτοιο παλληκάρι
Ωρέ σαν χορεύει
Πηδάει σαν το λιοντάρι.
Σου χαλαλίζω και τη ζωή σου,
Χόρεψε, μπίρο μου, με την ψυχή σου».
Αυτά μας είπε η Φανή. Και την ευχαριστώ εκ μέρους όλων μας. Και γράφω την ομολογία της περισσότερο για τους σημερινούς τραγουδιστές, που οι πιο πολλοί είναι αδόκιμοι και αδοκίμαστοι και απαίδευτοι και ασελγούν επάνω στο τραγούδι χωρίς ίχνος σεβασμού στην παράδοση. Έτσι τους ακούμε να τραγουδούν:
1. Έγώ ούζο(!) δεν έπινα, κρασί για να μεθύσω
ή στη «Δεροπολίτισσα»:
2.Συ(!) θα πας στην εκκλησιά μωρ’ καημένη
ή
στο «Ξενιτεμένο μου πουλί»
3.Το δάκρυ ήτανε καυτερό (και καί)ει το μαντήλι
ή
στην «Κοντούλα λεμονιά»
4.Πότε μικρή μεγάλωσες και έκανες κλωνάρια
1. Οι ανίδεοι δε γνωρίζουν ότι η λέξη ούζο είναι ανύπαρκτη στα δημοτικά τραγούδια και επί πλέον ο λαός δε σηκώνει τη χασμωδία δυο παράλληλων φωνηέντων ε(γώ ού)ζο δίχως την παρεμβολή ενός έστω και εμβόλιμου συμφώνου, όπως π. χ.
Με ταϊ βουνά -ν- εμάλωνε
ή
2. ότι ο λαός ποτέ δε λέει σύ, αγνοεί τη λέξη, λέει εσύ. Μόνο που εδώ δεν πρόκειται ούτε για «σύ» ούτε για «εσύ», αλλά για τη λέξη σύντα και αλλού σύντας (ιδίως προ φωνήεντος) που σημαίνει όταν. Έτσι ο σωστός στίχος είναι «σύντα πας στην εκκλησιά».
ή
3. αυτό το «και και», το αφόρητο, ποτέ δεν θα το έπέτρεπε ο γνήσιος λαϊκός
τραγουδιστής, αφήνω τη χρονική ανακολουθία ήταν και καίει, ο σωστός στίχος είναι:
το δάκρυ ήτανε καυτερό κι έκαψε το μαντήλι.
4.Αλλά και η κοντούλα λεμονιά, όσοι ξέρουν από ποίηση, δεν «κάνει» αλλά «τινάζει», ή «πετάζει» κλωνάρια , λέξη που έχει κίνηση. Αφήνω και εδώ τη χασμωδία (και έ)κανες. Ο καλός στίχος είναι:
«Πότε μικρή μεγάλωσες και πέταξες (ή τίναξες)
Κλωνάρια»
Ο ελληνικός λαός δεν ξέρω αν ήταν ποτέ ρατσιστής, όπως πάνε τώρα τελευταία να του προσάψουν. Δίπλα στη «Δεροπολίτισσα» που διεκτραγωδεί τα βάσανα της σκλαβιάς, δε δίστασε να κάνει τραγούδι και τη μοίρα κάποιων ατόμων που ήταν ξεχωριστοί μέσα σ’ άλλους κι ας ανήκαν απ’ τη μεριά του καταχτητή. Ατόμων όπως του Πασόμπεη, του Οσμάν Τάκα και του Μενούση, που πότε η λεβεντιά, πότε η τραγικότητα του χαρακτήρα τους, σφράγισε τις ζωές τους. Γνωρίζετε πολλούς άλλους λαούς να κάνουν τραγούδι τα βάσανα και τα πάθη αλλόφυλλων;
Αντώνη, σ’ ευχαριστώ για το ταξίδι και τη συντροφιά.