Εκανε τη μεγάλη έκπληξη στη Βενετία παίρνοντας το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο «Miss Violence» του Αβρανά. Ποιος είναι, όμως, ο θεατράνθρωπος που έφυγε με το σπουδαιότερο για ηθοποιό βραβείο της Βενετίας;
Δύσκολο να πιστέψεις ότι πίσω από αυτό το ψυχρό καταγάλανο βλέμμα με την επιβλητική φωνή κρύβεται ένας τόσο γλυκός άνθρωπος όσο ο βραβευμένος με το πρώτο Βραβείο Ερμηνείας στην κινηματογραφική Μόστρα Θέμης Πάνου. Ευγενικός και προσηνής, έχει τη φήμη του αφοσιωμένου στην τέχνη του, ειδικά σε αυτή του θεάτρου, πάνω από μια εικοσαετία. Τον πετύχαμε μόλις είχε επιστρέψει από τη Βενετία, ευτυχή αν και κατάκοπο με τα ταξίδια της μιας μέρας από Αθήνα σε Ιταλία. Ενόσω μιλούσαμε, μάλιστα, τα τηλέφωνα χτυπούσαν για να του φέρουν το ένα καλό νέο μετά το άλλο, όπως ότι η «Miss Violence» του Αβρανά βρήκε διανομή στην Ιταλία και ότι και άλλες χώρες ενδιαφέρονται να τη δουν να προβάλλεται στις αίθουσες. Πώς όμως ένιωσε ο Θέμης Πάνου όταν άκουσε από τα χείλη του ίδιου του Μπερτολούτσι ότι αυτός είναι που θα κρατήσει τελικά στα χέρια του το πολυπόθητο πρώτο Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας; «Απίστευτο συναίσθημα, δεν περιγράφεται. Και χαρά που επιτέλους οι Ελληνες ηθοποιοί δικαιώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο».Ο ίδιος επιμένει ότι η βράβευση δεν αφορά προσωπικά τον ίδιο αλλά το σύνολο των Ελλήνων συναδέλφων του, που αξίζουν τα καλύτερα. Σπάνια αλληλεγγύη σε ένα επάγγελμα όπου κυριαρχούν ο ανταγωνισμός και ο ρεβανσισμός. «Δεν καταλαβαίνω γιατί σε ένα τόσο ευχάριστο γεγονός να βάλω μπροστά τον εγωιστικό παράγοντα του προσώπου. Δεν βγήκα από το πουθενά, είμαι επαγγελματίας ηθοποιός και εκπροσωπώ έναν ολόκληρο κόσμο με τον οποίο έχω δουλέψει και συνεργαστεί χρόνια τώρα. Στο θέατρο γαλουχήθηκα με έξοχους συνεργάτες και αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το βάζω σε δεύτερη μοίρα». Πράγμα σπάνιο βέβαια για έναν ηθοποιό όταν βραβεύεται να ευχαριστεί πρώτα το σινάφι του και μετά να αναφέρεται στον εαυτό του. Μιλάει με περηφάνια για το metier του, για το ότι στο «Miss Violence» συνεργάστηκε με έξοχους ηθοποιούς όπως η σπουδαία θεατρική ηθοποιός Ρένη Πιττακή. Γι’ αυτό και δεν σκέφτηκε ποτέ να απαρνηθεί το επάγγελμά του, παρά τις δυσκολίες. Ομολογεί ότι τα φέρνει δύσκολα βόλτα, «αλλά τι άλλο να κάνω;
Aυτή είναι η δουλειά μου και δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Αυτό έχω μάθει και από αυτό βιοπορίζομαι».
Τον ρωτάω αν περίμενε τη βράβευση, αν ήταν ψυχικά προετοιμασμένος γι’ αυτό που ακολούθησε. «Εννοείται ότι δεν την περίμενα. Σοβαρά μιλάτε τώρα; Πώς θα μπορούσα να περιμένω τέτοια διάκριση; Οση ψυχική προδιάθεση κι αν υπήρχε και όσο στιγμιαία αν πέρασε από το μυαλό μου τέτοιο ενδεχόμενο, δεν το περίμενα με τίποτα». Ομολογεί ότι εκτός από το γεγονός της βράβευσης, ιδιαίτερα πρωτόγνωρο για εκείνον ήταν αυτό που ακολούθησε με τις φωτογραφήσεις, τις συνεντεύξεις, η συναναστροφή με τα ξένα μίντια. «Ξέρετε, η βράβευση δεν είναι ένα μονοσήμαντο γεγονός, παίρνεις το βραβείο και φεύγεις. Ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία με τις φωτογραφήσεις και τις συνεντεύξεις που ήταν ιδιαίτερα άγνωστη σε μένα».
Παραμένει φανατικά πρωταγωνιστής του θεάτρου, όπως όλοι τον γνωρίζουμε, αν και δεν πιστεύει στον διαχωρισμό των ειδών. «Ο ηθοποιός είναι φτιαγμένος για να ερμηνεύει ρόλους είτε πρόκειται για το θέατρο είτε για τον κινηματογράφο. Δεν βλέπω τη διαφορά, αφού το επάγγελμα είναι ένα». Ο ίδιος πάντως είχε ονειρευτεί να γίνει ηθοποιός από πολύ μικρός, ήδη από το σχολείο και την πόλη όπου μεγάλωσε, την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου ξεριζώθηκε σε εφηβική ηλικία. Ομολογεί ότι ήταν πολύ δύσκολη η προσαρμογή γιατί δεν γνώρισε και την καλύτερη υποδοχή καταφτάνοντας σε μια εχθρική Αθήνα. «Επρεπε να ανανεώνω διαρκώς την άδεια παραμονής και δεν σταμάτησα ούτε λεπτό να νιώθω ξένος. Τότε ήταν που κατάλαβα τι σημαίνει διαφορετικότητα - από την ημέρα που έφτασα στην Ελλάδα, άγνωστος μεταξύ αγνώστων το 1973».
Δεν ξεχνάει τη δεύτερη πόλη του, θυμάται εικόνες και μυρωδιές, ενώ μιλάει άπταιστα τουρκικά. Εχει μάλιστα μεταφράσει από τα ελληνικά στα τουρκικά τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή (για την ομώνυμη παράσταση, σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, στο Φεστιβάλ Σμύρνης το 2010), όπως και τον «Φιάκα» του Δημοσθένη Μισιτζή, ενώ από τα τουρκικά στα ελληνικά έχει μεταφράσει την τριλογία «Ο Μίδας» του Γκιουγκιόρ Ντίλμεν. Κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στα περιοδικά «Κινστέρνα» και «Να ένα μήλο». Την παράσταση, πάντως, κλέβουν και τα διηγήματά του με τίτλο «Αιφνιδίως» από τις εκδόσεις Ροδακιό, όπου δίνει και το στίγμα του: στη γραφή του φαίνεται αυτό που είναι ο Θέμης Πάνου και στην πραγματικότητα, ένας διανοούμενος με εκλεπτυσμένο χιούμορ και ανατρεπτική ματιά - κάτι που φαίνεται να τον βοήθησε και ερμηνευτικά. «Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι ολοκληρωμένος ώστε να μπορεί να έχει την απαραίτητη συγκρότηση», μου απαντά όταν τον ρωτάω για τις σπουδές του τόσο σε υποκριτική σχολή όσο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. «Πρέπει να βλέπεις όλες τις πτυχές του ρόλου και να φωτίζεις ολόπλευρα τον χαρακτήρα, μέσα από αναφορές, κείμενα, συγκρίσεις». Βοηθάει σε αυτό και η θεωρητική του αρματωσιά που προέρχεται από τη χρόνια τριβή του με τόσα αρχαία κείμενα και τραγωδίες.
Τον «Οιδίποδα» έχει μάλιστα στο μυαλό του όταν μου μιλάει για τον ρόλο του «τέρατος» που ερμηνεύει στην ταινία, δηλαδή του αιμομίκτη που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί σεξουαλικά και τα ίδια του τα τέκνα. Πώς μπόρεσε να προσεγγίσει, αλήθεια, έναν τέτοιο ρόλο; «Το είδα μέσα από το πρίσμα της κανονικότητας. Γιατί θα ήταν προφανές αν το “τέρας” φαινόταν σε όσους δεν ξέρουν. Νομίζετε ότι ο ρόλος που ερμηνεύω δεν υπάρχει στην πραγματική ζωή και δεν κυκλοφορεί ανάμεσά μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε; Στην αληθοφάνεια και στην κανονικότητα, άλλωστε, έγκειται και η τραγικότητα του κάθε ήρωα. Αν ο Οιδίποδας γνώριζε ο ίδιος ότι ήταν αιμομίκτης, αν φανερωνόταν κάτι τέτοιο εξαρχής, δεν θα είχε κανένα νόημα η τραγωδία. Από αυτή την αντίθεση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι γεννιούνται οι τραγικοί ήρωες». Ο ίδιος θεωρεί ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο και είναι στην ίδια τη φύση του. «Τι είναι όλοι αυτοί που θέλουν να επέμβουν στη Συρία, όσοι οργανώνουν πολέμους, αν όχι αντίστοιχα “τέρατα”; Είναι εντελώς φαρισαϊκό να διαχωρίζουμε τις σκηνές που βλέπαμε, φέρ’ ειπείν, στο Ιράκ από όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα και στην καθημερινότητα». Οπως λέει και ο ίδιος, δεν ξεχνάει τη ρήση του Σοφοκλή «δεινότερον όλων ο άνθρωπος».
Κατά τ’ άλλα, ο Θέμης Πάνου ζει μια φιλήσυχη ζωή γράφοντας διηγήματα και ερμηνεύοντας ρόλους όπως ο Αίγισθος στην «Ορέστεια» του Αισχύλου ή δολερός απατεωνίσκος στη «Μητέρα του Σκύλου» πριν από δύο χρόνια στο Εθνικό, με το οποίο συνεργάζεται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Αυτές τις μέρες ειδικά κλέβει την παράσταση στο πλευρό της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και του Μηνά Χατζησάββα στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που εσχάτως περιοδεύει και στην Αττική. Οσοι θέλουν να τον δουν από κοντά μπορούν να τον θαυμάσουν αύριο στου Παπάγου και στις 19/9 στο Μαρούσι. Ενδέχεται, επίσης, να συνεχιστεί η χειμερινή συνεργασία του με το Εθνικό, αλλά αυτό δεν είναι κάτι το οποίο έχει κλείσει ακόμη. Ο ίδιος δηλώνει, ωστόσο, ενθουσιασμένος που τα ηνία του Εθνικού ανέλαβε ο Σωτήρης Χατζάκης, τον οποίο γνωρίζει χρόνια και θα χαιρόταν πολύ να ξανασυνεργαστεί μαζί του.
Πηγή