Θέμης Πάνου: «Και ο Μπραντ Πιτ πήρε το βραβείο στη Βενετία, αλλά εκείνος επέστρεψε στην έπαυλή του, ενώ εγώ στο ταπεινό μου σπίτι»

Θέμης Πάνου: «Και ο Μπραντ Πιτ πήρε το βραβείο στη Βενετία, αλλά εκείνος επέστρεψε στην έπαυλή του, ενώ εγώ στο ταπεινό μου σπίτι»

Στο καφέ του «Ιανού», μια κοπέλα έρχεται στο τραπέζι μας και του απλώνει το χέρι.

Της Τασούλας Επτακοίλη, Πορτρέτο: Χρήστος Κέδρας




«Δεν με γνωρίζετε, αλλά θέλω να σας πω ότι μας δώσατε μεγάλη χαρά», του λέει. Εκείνος κοκκινίζει. «Κι εγώ χάρηκα πολύ που... χαρήκατε», της απαντά. Είναι λίγες μέρες που έχει επιστρέψει από το Φεστιβάλ Βενετίας, έχοντας στις αποσκευές του το βραβείο καλύτερου ηθοποιού για το ρόλο του στην ταινία «Miss Violence» -διάκριση που ποτέ δεν έχει κερδίσει Ελληνας-, και δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει τι του συνέβη. «Περιμένω να καθίσει η σκόνη, για να το χωνέψω», εξομολογείται.

Είναι 53 ετών και άοκνος εργάτης του θεάτρου εδώ και τρεις δεκαετίες. Λατρεύει τον Αυλωνίτη και τον Λογοθετίδη. Εχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους Ελληνες σκηνοθέτες: από τον Μινωτή μέχρι τον Αντύπα, τον Μαρμαρινό και τον Λιβαθηνό. Δευτεραγωνιστής πάντα. «Ηρεμη δύναμη» τον αποκαλούν όσοι έχουν παρακολουθήσει την πορεία του. Στην κουβέντα μας αποκάλυψε κι άλλες πτυχές του: το μεράκι του για το γράψιμο (το βιβλίο του με αφηγήματα και τίτλο «Αιφνιδίως και μια... επιστροφή» κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις Ροδακιό) και το πάθος του για τη διδασκαλία (διδάσκει στο Τμήμα Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών).
Ο Θέμης Πάνου είναι ένας πολυτάλαντος και πολυπράγμων άνθρωπος που πατάει γερά στα πόδια του και δεν θέλει να ωραιοποιεί τα πράγματα. «Ο δρόμος του ηθοποιού είναι δύσβατος. Στη σχέση εξουσίας και εξουσιαζομένου συνήθως βρίσκεται στη δυσμενέστερη θέση. Λίγοι έχουν τη δύναμη -άρα και τη δυνατότητα- να κάνουν επιλογές. Αυτοί, από τους περίπου 600 που βιοποριζόμαστε από το θέατρο, δεν είναι παραπάνω από 30. Και σίγουρα δεν βρίσκομαι ανάμεσά τους...»
Είστε τόσα χρόνια στο θέατρο... Δεν είναι άδικο που σας ζήτησα αυτήν τη συνέντευξη μετά τη βράβευση και δεν το έκανα προηγουμένως;
Οχι, βέβαια. Γιατί θα έπρεπε; Αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς. Ο πρωταγωνιστής συγκεντρώνει όλα τα φώτα πάνω του. Επί χρόνια, δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά μου στις παραστάσεις όπου συμμετείχα. Αλλά αυτό είναι κάτι που ένας ηθοποιός οφείλει να αποδεχθεί. Αλλιώς, επιλέγει διαφορετικό επάγγελμα.
Μπορεί μια διάκριση να αλλάξει τη ζωή ενός ηθοποιού;
Οχι. Και ξέρω καλά πως σε λίγες μέρες όλο αυτό που ζω -με τα τηλεφωνήματα και τις συνεντεύξεις- θα έχει τελειώσει. Δεν τρέφω αυταπάτες. Από τις παραστάσεις του «Αγαμέμνονα» έφυγα για τη Βενετία και σ’ αυτές επέστρεψα. Αλλά είναι λυτρωτική αυτή η μετάβαση. Με προσγειώνει. Μου υπενθυμίζει διαρκώς ποια είναι η δική μου πραγματικότητα: ότι βρίσκομαι σ’ αυτήν τη δουλειά και προσπαθώ να επιβιώσω σε δύσκολες συνθήκες.
Το περιμένατε το βραβείο;
Στα τριάντα χρόνια που βρίσκομαι σ’ αυτόν το χώρο επιθύμησα και βραβεία, και διακρίσεις. Στη χώρα μου, βέβαια, όχι στο εξωτερικό. Δεν άγγιζαν τέτοια ύψη τα όνειρά μου. Οταν είδα τα ονόματα των ηθοποιών που έχουν βραβευτεί με το Coppa Volpi, ένιωσα δέος. Δεν μπορεί, είπα, κάποιο λάθος θα έγινε. Να μπω στην ίδια λίστα με τον Ζακ Γκαμπέν, τον Αλεκ Γκίνες, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι; Και ο Μπραντ Πιτ πήρε το ίδιο βραβείο, αλλά εκείνος επέστρεψε στην έπαυλή του, ενώ εγώ στο ταπεινό μου σπίτι.
Το αξίζατε;
Από τα 96 λεπτά της ταινίας υπάρχουν δυο-τρεις στιγμές που είμαι καλός. Στιγμές όμως... Τα υπόλοιπα ήταν και θέμα συγκυρίας.
Είστε μετριόφρων...
Οχι. Και μη νομίζετε ότι αποφεύγω να απαντήσω. Απλώς θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί συνάδελφοί μου που αξίζουν ένα τέτοιο βραβείο. Δεν είμαι δα και κανένας σπουδαίος εγώ! Οι Ελληνες ηθοποιοί είναι πραγματικά καλοί. Και ξέρετε γιατί; Επειδή μαθαίνουν να δουλεύουν σε δύσκολες συνθήκες. Σκληραγωγούνται· όπως οι Ελληνες οδηγοί που εκπαιδεύονται στους κακούς δρόμους και στις ανάποδες στροφές.
Τα συγχαρητήρια που σας δίνουν οι συνάδελφοί σας πιστεύετε ότι είναι ειλικρινή; Μπορεί ένας ηθοποιός να χαρεί πραγματικά για την επιτυχία του άλλου;
Η λογική λέει «όχι». Αλλά δεν θέλω να είμαι άδικος. Οσοι με στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια, επιλέγοντάς με ως συνεργάτη, σίγουρα συμμερίζονται τη χαρά μου. Αλλωστε, όλη η «θεατρική οικογένεια» κερδίζει από μια τέτοια αναγνώριση.
Το βραβείο πού το τοποθετήσατε;
Είναι ακόμα στη βαλίτσα μου, μαζί με τα παπούτσια. Δεν πρόλαβα να ασχοληθώ μαζί του.
Στην Πωγωνιανή Ιωαννίνων έγινε γιορτή, έμαθα, για την επιτυχία σας...
Εννοείτε κεράσματα στα καφενεία και τα σχετικά... Ναι, είναι αλήθεια. Οι γονείς μου περνούν εκεί τα καλοκαίρια τους, βλέπετε. Είναι ο τόπος καταγωγής της μητέρας μου.
Εσείς γεννηθήκατε στην Κωνσταντινούπολη;
Ναι. Ηρθαμε στην Ελλάδα το 1973, όταν ήμουν 13 ετών, και ένιωθα μεγάλη χαρά. Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως τα περίμενα. Για δέκα χρόνια πήγαινα στο Κέντρο Αλλοδαπών για να υπογράψουν την άδεια παραμονής μου.
Η ηθοποιία πώς προέκυψε;
Δεν είχαμε κάποια οικογενειακή παράδοση. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, όπως και ο παππούς μου. Είχε κρεοπωλείο. Με αυτό μας έζησε και μας σπούδασε. Εγώ αποφάσισα να ασχοληθώ με την υποκριτική μετά το λύκειο. Εδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό. Δεν πέρασα. Ηταν αναμενόμενο. Δεν ήμουν καλός, δεν ήξερα πώς να σταθώ πάνω στη σκηνή.
Οι περισσότεροι στη θέση σας θα το απέκρυπταν.
Και να πω τι; Οτι έφταιγαν εκείνοι που με έκοψαν; Αφού ήμουν κάκιστος! Στη συνέχεια φοίτησα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή «Ε. Χατζίκου». Το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο ήταν το 1984, στους «Πέρσες» του Αλέξη Μινωτή, στην Επίδαυρο. Μη φανταστείτε τίποτα σπουδαίο. Ημουν 15ος, δηλαδή τελευταίος, στο Χορό.
Εχετε μείνει πολλές φορές άνεργος από τότε;
Την πρώτη δεκαετία, ναι. Δούλεψα ως κούριερ, ως σερβιτόρος - όλα αυτά που κάνουν οι περισσότεροι ηθοποιοί για να ζήσουν. Και πριν από λίγα χρόνια, όμως, ένα καλοκαίρι δεν με συμπεριέλαβαν στη διανομή του Εθνικού. Δεν είχα το περιθώριο να μείνω εκτός. Η οικονομική μου κατάσταση είναι τέτοια που πρέπει να δουλεύω... 13 μήνες το χρόνο! Τηλεφώνησα στον Σωτήρη Χατζάκη που ετοίμαζε τους «Ορνιθες» κι εκείνος με πήρε αμέσως στο θίασό του. Αυτό με συγκίνησε και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Η αλληλεγγύη είναι που μετράει στη ζωή μας. Τίποτε άλλο.
Διαφημίσεις έχετε κάνει;
Δεν έτυχε. Παρόλο που το κυνήγησα, για να είμαι ειλικρινής, για να έχω κι εγώ κάποιες επιλογές. Οπως το να πάω διακοπές, για παράδειγμα.
Μπορεί να σας προσεγγίσουν τώρα. Θα έχει ανεβεί και το κασέ σας.
(Γελάει) Αλήθεια; Είναι αυτό που λένε: «Τα φέρνει, αλλά δεν τα παίρνει». Ολα αυτά συζητούνται κατά περίπτωση. Το σίγουρο είναι ότι δεν θέλω να γίνω αναλώσιμο είδος. Είναι στο χέρι μου; Δεν ξέρω.
Εχετε αποκτήσει δικό σας σπίτι;
Οχι. Αλλά είμαι τυχερός που από τον συνονόματο παππού μου κληρονόμησα ένα σπίτι και δεν πληρώνω ενοίκιο. Αυτό είναι το μεγάλο μου κεφάλαιο. Δεν έχω καν αυτοκίνητο. Μόνο μια μοτοσικλέτα του 1990, που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
Αμειφθήκατε για το «Miss Violence»;
Ναι, διεκδίκησα να αμειφθώ και ο Αλέξανδρος το προσπάθησε και το πέτυχε. Δυστυχώς, δεν είναι αυτονόητο στις μέρες μας.
Πόσα κοινωνικά και προσωπικά ηθικά «εμπόδια» έπρεπε να υπερπηδήσετε για να υποδυθείτε έναν αιμομίκτη παππού;
Δεν ήταν εύκολο να παίξω ένα τέρας - monster με φώναζαν αστειευόμενοι οι ξένοι δημοσιογράφοι. Η αιμομιξία δεν είναι κάτι που μπορείς να αποδεχθείς. Αλλά το «περιβάλλον» της ταινίας δεν ήταν χυδαίο, ούτε υπήρξε πρόκληση για την πρόκληση. Δεν θα δείτε ούτε μία σκηνή βίας. Τα περισσότερα υπονοούνται. Εγώ από την πλευρά μου προσπάθησα να αποδώσω την ψυχοσύνθεση ενός άρρωστου ανθρώπου. Γιατί, αν ξύσουμε την επιφάνεια, θα δούμε πως και ο ίδιος δεν μπορεί παρά να είναι θύμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχει υποστεί στο παρελθόν σωματική και ψυχολογική βία. Αυτό είχα γράψει στις σημειώσεις μου, στις οποίες ανέτρεχα κάθε τόσο για να μπορέσω να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του ρόλου. Ο παππούς της «Miss Violence» κατασκευάζει θύματα και μετέπειτα θύτες - σε μια αλυσίδα βίας.
Η σκηνή στο καθαριστήριο είναι η πιο άγρια, λένε. Σας δυσκόλεψε;
Πάρα πολύ. Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν πολύ. Αλλά ο Αλέξανδρος Αβρανάς την σκηνοθέτησε με τρόπο εξαιρετικό.
Τελικά βάλθηκαν οι νέοι Ελληνες κινηματογραφιστές να αποδομήσουν την ελληνική οικογένεια; Εχει προηγηθεί και ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου...
Η διακειμενικότητα μου αρέσει, είναι σπουδαία υπόθεση και μέρος της δουλειάς μας. Ολβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν (Είναι ευτυχής όποιος γνωρίζει την ιστορία). Η αποδόμηση της οικογένειας, όμως, δεν είναι άσχετη με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και στον κόσμο. Ας αναρωτηθούμε: Τι συμβαίνει σήμερα στην οικογένεια; Μήπως οι ρόλοι γονέων και παιδιών έχουν αντιστραφεί; Μήπως οι περισσότεροι γονείς είναι ανεπαρκείς; Μήπως αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η κοινωνία δεν επενδύει στον άνθρωπο, στη δημιουργικότητα και την ουσία του, αλλά στο πρόσκαιρο και το επιφανειακό; Οσο θα συμβαίνουν αυτά, τόσο η οικογένεια, ως κύτταρο, θα καταστρέφεται. Επίσης, η αιμομιξία δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν την «ανακαλύπτει» η ταινία. Φρικιαστικά πράγματα συνέβαιναν ανέκαθεν πίσω από κλειστές πόρτες.
Εσείς έχετε οικογένεια;
Ζω με τη σύντροφό μου. Είναι παιδοψυχίατρος και στα είκοσι χρόνια που είμαστε μαζί έχει αλλάξει τον τρόπο σκέψης μου. Της οφείλω πολλά.
Διδάσκετε στο Τμήμα Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι φοιτητές θα σας αντιμετωπίζουν διαφορετικά πλέον;
Δεν θα τους το επιτρέψω! Αν είναι δυνατόν... Είμαι άλλος άνθρωπος τώρα; Ας μη μεγαλοποιούμε τα πράγματα. Οι τιμές και οι διακρίσεις έχουν νόημα σε βάθος χρόνου, αν είναι σταθμοί σε μια σημαντική πορεία. Το πρώτο πράγμα που διδάσκω στα νέα παιδιά είναι πώς να γίνουν καλοί θεατές και κριτές. Πώς να μην παραμυθιάζονται...
Τι έχει διδάξει σ’ εσάς το θέατρο;
Οτι τα πράγματα στη ζωή δεν είναι εύκολα. Και ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για τα πιο σπουδαία, αλλά και τα χείριστα.
Ο συγγραφέας Θέμης Πάνου κοντράρει τον ηθοποιό;
Κάθε άλλο. Συμπορεύονται. Το γράψιμο βοηθάει το θέατρο και τούμπαλιν. Η γραφή μου, βέβαια, είναι αυτοσχεδιαστική. Τώρα, γιατί επέλεξα το θέμα των αιφνίδιων θανάτων, ο ψυχαναλυτής μου ξέρει...
Αλήθεια, το σμόκιν το είχατε ή το αγοράσατε για τη βράβευση;
Φυσικά και δεν είχα! «Στην πρεμιέρα πρέπει να φοράς σμόκιν», μου είπαν. Τι είναι αυτό; Και πόσο κάνει; Πονοκέφαλος με έπιασε. Ημασταν στη Θεσσαλονίκη για τον «Αγαμέμνονα». Μπήκα σ’ ένα κατάστημα της Τσιμισκή και αγόρασα ένα σμόκιν και ένα καλό κοστούμι. Και πάει το μηνιάτικο...
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ"