ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΟΝΤΟΥΛΑΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ
του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού
Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια
Πότε μικρή μεγάλωσες και πέταξες βλαστάρια!
(κλωνάρια)
Χαμήλωσε τους κλώνους σου να κόψω ένα λεμόνι
Για να το ζίψω να το πιώ να μου διαβούν οι πόνοι.
Η επωδός μετά από κάθε στίχο είναι:
Βησσανιώτισσα σε φίλησα κι αρρώστησα
και το γιατρό –ν- εφώναξα (// δε φώναξα).
Πραγματολογικά: Η προσφώνηση μωρή ή μωρέ ή μωρ’ -και ωρή ή ωρέ- είναι χωρίς υποτιμητική σημασία. Παρέμεινε ως προσφώνηση, διότι στα χωριά, έπρεπε, για να ακουστεί το όνομα του καλουμένου που ευρίσκονταν σε απόσταση να προηγηθούν αυτοί οι φθόγγοι που έδιναν ισχυρό τόνο στην εκφώνηση του ονόματος. Η συνήθεια κατόπιν επικράτησε και σε άλλες περιπτώσεις, που δε χρειαζόταν υψωμένη φωνή.
Δεκαπενταύγουστο και να ‘χεις την τύχη, όπως είχα εγώ προ χρόνων, να βρίσκεσαι στο πανηγύρι του χωριού που γέννησε το τραγούδι και να βλέπεις θαλερές Βησσανιωτοπούλες, ντυμένες την Πωγωνίσια στολή, να το χορεύουν, ε! τότε γίνεται δυο φορές τραγούδι.
Δεν ξέρω αν θα’ ταν ίδια η Ήπειρος χωρίς πωγωνίσιο μοιρολόι , χωρίς Μαριόλα, χωρίς δεροπολίτικο (που εμείς έτσι το ξέραμε εκείνα τα χρόνια και τώρα μεταβαφτίστηκε σε πολυφωνικό) και χωρίς πωγωνίσια γυρίσματα. Η κοντούλα λεμονιά, τελικά, έγινε το σήμα κατατεθέν του τόπου.
Το Πωγώνι, μια μικρή επαρχία στις εσχατιές της Ελλάδας, που χώρισαν το κορμί της στα δυο οι Μεγάλες Δυνάμεις, ως προς τη μουσική, είναι ένα πιάτο βούτυρο που αλείφει όλη την Ήπειρο και κατ’ επέκταση όλη τη χώρα.
Η Βήσσανη είναι ένα χωριό του Πωγωνίου που τότε, όταν το επισκέφτηκα εγώ, το χειμώνα δε ζούσαν πάνω από διακόσιες πενήντα ψυχές.
Δυο χιλιάδες και βάλε ήταν οι πανηγυριώτες. Αμερική, Καναδάς, Γερμανία, Αυστραλία, ελληνική ενδοχώρα, σχημάτιζαν ένα πλούσιο ποτάμι που είχε επιστρέψει στην αρχική πηγή της μνήμης και των βιωμάτων. Τρεις δίπλες ο χωρός στο μεσοχώρι, με την κοντούλα λεμονιά νοσταλγικά τραγουδισμένη, για τα άνθη της, τη μυρουδιά τους, το φωτεινό καρπό της, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη νεραντζιά, κι ας μην ευδοκιμούν και τα δυο αυτά δέντρα, λόγω κλίματος, στο Πωγώνι! Δεν είναι να απορεί κανείς; Τι δύναμη είναι αυτή για κάτι που σου λείπει ή δεν το βρίσκεις σε αφθονία να το υψώνεις σε σύμβολο;
Και όμως αυτό διάλεξε ο νέος για να εκφράσει τα αισθήματά του
στη νέα κόρη.
Κοντούλα, όχι κοντή. Επίθετο που εκφράζει συμπάθεια, αλλά και κάποια αυτάρεσκη υπεροψία, για το νέο του τραγουδιού, που βρίσκεται διχασμένος σε διπλά συναισθήματα. Από τη μια νιώθει πληγωμένος για την περηφάνεια και ακαταδεξιά της νέας που στέκει ψηλά, και δε χαμηλώνει λίγο για να
πλησιαστούν, –έλα και μη μου κάνεις την καμπόση- και από την άλλη εκφράζει την έκπληξη και το θαυμασμό του, για το χτεσινό ξεπεταρούδι που φούντωσε και κάρπισε και έγινε λυγερόκορμο κορίτσι που ανάβει φλόγες και καημούς, όπως συνέβη στον ίδιο.
Το ξέρουμε από πείρα πόσο γρήγορα, με τις βδομάδες μεγαλώνουν τα χτεσινά βυζανιάρικα- οι κοντούλες- και γίνονται αγνώριστες στα μάτια μας. Και ο νέος που κρατιέται στα μέτρα της ευπρέπειας, όπως θέλει το γνωστό παραδοσιακό ήθος των δημοτικών τραγουδιών, μιλεί τη συμβολική γλώσσα για την πλήρωση του ερωτικού του πάθους. Σύμβολο το λεμόνι, που αν πιεί απ’ το χυμό του, θα του διαβούν πόνοι και πάθη.
Η επωδός αφήνει να εννοηθεί πως κάποτε, επιτέλους, συγκινήθηκε και ενέδωσε η κορασιά. Αλλά τόσο λίγο. Ένα φιλί. Αυτό και μόνο. Αυτό όμως αντί να ηρεμήσει το φλογισμένο νέο, λειτούργησε ως διεγερτικό και μη βρίσκοντας παραπέρα ανταπόκριση, έπεσε βαριά άρρωστος. Από πού βγαίνει αυτό το συμπέρασμα; Από το στίχο που λέει και το γιατρό-ν-εφώναξα.
Υπαρχει και άλλη παραλλαγή που λέει και το γιατρό δε φώναξα, πως έσφιξε τα δόντια από περηφάνεια ο νέος, παρ’ όλο που ομολογεί ότι έπεσε άρρωστος. Δεν την αποκλείω και αυτήν. Ίσως και μια τρίτη, που, προτιμά, χωρίς να φωνάξει γιατρό, να μείνει άρρωστος και ερωτευμένος!
Όλα αυτά μπορεί είναι πιθανά, αλλά ο σημερινός άνθρωπος δεν ξέρει τι εσήμαινε σε παλαιότερες εποχές, να φωνάξεις γιατρό στο σπίτι.
Η Ήπειρος άγονη και φτωχή στο σύνολό της, και πιο πολύ το Πωγώνι, μοναδική ελπίδα είχαν τα μακρινά ταξίδια, σε Πόλη, Ρουμανία, Αίγυπτο, για βελτίωση της ζωής. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, που δεν είναι αυτής της ώρας.
Οι φτώχειες, λοιπόν, που έδερναν τον κόσμο, δεν επέτρεπαν κάλεσμα στο σπίτι γιατρού για ψύλλου πήδημα. Η έλευση γιατρού ήταν ένα γεγονός. Έπρεπε η κατάσταση να φθάσει στο απροχώρητο για να κληθεί, όπως έγινε και τώρα. Έτσι βέβαια δείχνει αδυναμία ο νέος, αλλά χρησιμοποιεί ένα έσχατο μέσον. Μήπως και με απειλή την αυτοκτονία- εικονική και μη- δεν έσμιγαν πολλά ερωτευμένα ζευγάρια; Και άλλο αντίστοιχο τραγούδι με κορασιά ερωτευμένη, που έπεσε βαριά άρωστη, ομολογεί:
Δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ/ αχ! σύρε να φέρεις το γιατρό
Αγάπησα μάννα μ’ αγάπησα….» και παρακάτω ικετεύει :
«θα πεθάνω η μαύρη κι είμαι ναι». Και μόνο τότε, στην έσχατη ανάγκη, ήταν δυνατόν να έρθει γιατρός και βέβαια το πράγμα δεν έμενε καθόλου κρυπτό.
Εσυζητιόταν. Και το μάθαιναν όλοι.
Κι αυτό μας λέει ο νέος, χωρίς να μας φανερώνει το τραγούδι και την έκβαση.
Αχ εσύ ψηλομύτα τι μου ‘κανες, που φώναξα γιατρό και το ‘μαθε ο κόσμος όλος.
Ο κόσμος όλος; Από πού βγαίνει αυτό; Για το ριζωμένο στον τόπο του νέο κόσμος όλος ήταν το χωριό του, η επαρχία του. Άντε και λίγο παραπέρα η διπλανή του, όπως μας λέει ένα άλλο τραγούδι δίστιχο, που άκουσα παλιά να τραγουδιέται στην Πωγωνιανή:
Όλος ο κόσμος το ‘μαθε Πωγώνι και Ζαγόρι
Το Γιάννη τον παντρέψαμε μέσα στ’ Αργυροχώρι.
Και μ’ αυτό ο στιχουργός κράτησε κάποιο μυστικό του γάμου που δε θέλησε να κοινοποιήσει.