ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΛΥΒΑΚΗΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΛΥΒΑΚΗΣ
Του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού

Ο άνθρωπος ο ακούραστος, o ανήσυχος, ο γλεντζές -γλέντι, πανηγύρι, χαρά, πρώτος- το τελευταίο ανήσυχο πνεύμα του χωριού μας που μας έφυγε. Θα ’λεγα ο τελευταίος των Μοϊκανών. Υπηρέτησε με ζήλο την ιδεολογία του και είναι η μοναδική περίπτωση ανθρώπου που δε ζήτησε ούτε καταδέχτηκε ποτέ χάρη από κανένα. Περήφανος και ακατάδεχτος, τη μακρόχρονη τραγωδία του την έζησε μόνος χωρίς τους φίλους, τυλιγμένος στη σιωπή του. Α! ρε Μιχάλη, σε περιμέναμε, και εσύ μας τιμώρησες φεύγοντας μετά από πενήντα χρόνια! Δε θα τον τιμήσω με μοιρολόγια. Στον άνθρωπο και γλεντζέ Μιχάλη ταιριάζει να τιμηθεί με ριζίτικα τραγούδια του τύπου: Τρώτε και πίνετε άρχοντες κι εγώ θα σας διηγούμαι… (Σ. Παπαδόπουλος).
Θεωρείται συνιδρυτής μαζί με τον καθηγητή Θ. Νάκα και το γιατρό Π. Κάπαρο του Λαογραφικού Μουσείου Πωγωνιανής.
Το καλοκαίρι του 1982 που το Λαογραφικό μουσείο βρισκόταν στο αρχοντικό Βασιλειάδη, υπήρξε τέτοια η εγκατάλειψη, που σκόνες, νυχτερίδες και αράχνες είχαν σκεπάσει τα εκθέματα. Ζητήσαμε συνδρομή και ο Μιχάλης βρήκε τρόπο να συγκεντρώσει 18 άτομα που ήρθαν και το Μουσείο ευπρεπίστηκε και πήρε τη μορφή που του ταίριαζε. (Β. Σταμπόλης)
Να πω κι εγώ λίγα δικά μου. Τον γνώρισα το 1970, όταν ήρθα από θητεία 10 ετών στην Πόλη, και, εντελώς άπειρος των ελληνικών πραγμάτων, τοποθετήθηκα, χωρίς να το επιδιώκω ούτε καν να το επιθυμώ, Διευθυντής του Γυμνασίου. Δεν ξέρω που θα είχα πάρει την ανάσα μου, αν δεν ερχόταν ένας και μόνος από το χωριό, ο Μιχάλης, να με συμβουλέψει τι να προσέχω, τι να αποφεύγω για να μπορέσω να κρατηθώ σ’ εκείνους τους χαλεπούς καιρούς. Του το χρωστώ και το αναφέρω με ευγνωμοσύνη.
Ήταν τέτοια τα γλέντια μας στο καφενείο του Τόμου και τόσο αγαπητός στους οργανοπαίχτες- χωρίς Μιχαλη δεν νοούνταν χορός - που όπου πήγαινε το όργανα τον ακολουθούσαν. Σ΄ένα τέτοιο γλέντι στην Πλατεία πήρα το μικρόφωνο και αυθόρμητα μου ήρθαν οι εξής στίχοι.
Βοστίνα όσο κι αν γέρασες πάντα βαθιά ανασαίνεις
Με σαν Μιχάλη χορευτές ποτέ σου δεν πεθαίνεις.
Όταν κάποτε τον είδα, με τα όργανα να τον ακολουθούν, να κάθεται στο καφενείο του Κολέφα στον Πλάτανο για να πιεί τον καφέ του, έγινε κάτι το ασυνήθιστο. Μόλις ήρθε ο καφές, θαρρείς τα όργανα αυτό περίμεναν, με την πρώτη γουλιά, άρχισαν παίζοντας να συντροφεύουν τον καφέ του, οπότε δεν άντεξα: Μιχάλη, ξεπέρασες τα κοινά μέτρα, του είπα με θαυμασμό.
Δεκαοχτώ οι συλλογές των αφηγημάτων του που εγώ τουλάχιστον γνωρίζω. Δεν είναι βέβαια οι μόνες. Είναι άπειρα τα άρθρα του επί παντός επιστητού.
Είναι ο μόνος απ΄όλους τους Βοστινιώτες που θύμισε στους Πωγωνίσιους στο εξαίρετο λαογραφικό έργο του «Το σιουγκράβι», να στηθεί μια αναμνηστική στήλη στη δημοσιά, στον τόπο του μαρτυρίου, εκεί που τα συμμαχικά αεροπλάνα χτυπώντας τη γερμανική φάλαγγα, έγιναν αιτία, χωρίς να το θέλουν να καούν μέσα στα αμάξια και δικοί μας Έλληνες όμοιροι από τον Κακόλακκο και άλλα χωριά.
Δυστυχώς ο Μιχάλης δεν εισακούστηκε και σε λίγο που θα φύγομε κι εμείς οι τελευταίοι, δεν θα υπάρχει κανείς να μνημονεύει αυτό το τραγικό περιστατικό.
Σ’ αυτό το έργο του αποτυπώθηκε η φλόγα της καρδιάς του, τα πλούσια αποθέματα της εμπειρίας του, η καθαρή σκέψη και προπάντων η αγάπη για τον τόπο του και τους ανθρώπους. Η ανθρωπιά της γραφής του. Οικογενειακή σύμπνοια, αγάπη, κατοχή, φτώχεια, μελανές σκιές του εμφύλιου, βασανισμοί, φόνοι μέσα στην ίδια ιδεολογική παράταξη, θέτει το δάχτυλο στην πληγή, χρωματίζει τα γεγονότα, χωρίς να θολώνεται η γραφή με μονομέρεια, παρόλη τη συναισθηματική φόρτιση και τον ιδεολογικό εξοπλισμό του. Απονέμει, κατά το δυνατόν, ευθύνες, καταλογίζει σφάλματα, αφήνει να ακουστεί η διαμαρτυρία, η αμφισβήτηση, ο αντίμαχος λόγος .
Μαχητικός και ασυμβίβαστος με πάθος και ακοίμητη συνείδηση διασώζει την πωγωνίσια ντοπιολαλιά με τους κάθε λογής ιδιωματισμούς κι αυτό γίνεται η δεύτερη ανάσα του.
Το έργο του δεν είχε την προσδοκώμενη αποδοχή που εδικαιούτο. Έτσι έγινε με τον «μονότροπο» και «αιρετικό» Μιχάλη –όπως ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του, θυμίζοντάς μας το ευαγγελικό ΟΥΔΕΙΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΕΑΥΤΟΥ ΠΑΤΡΙΔΙ.
Καλό σου ταξίδι, Μιχάλη, και να’σαι βέβαιος πως όχι λίγα έμειναν σ’εμάς να θυμόμαστε από το έργο σου και από εσένα τον ανοιχτόκαρδο, τον ανοιχτοχέρη, τον γλεντζέ, τον ανιδιοτελή φίλο, τον ασυμβίβαστο, τον μαχητικο, τον «αιρετικό», όσο θα ζούμε.
Ώρα σου καλή!
Π.