Παναγιώτη Τσούνη Επικήδειος στη κηδεία του Μιχάλη Κράνια 8.12.2008

Βαρύ το πένθος στο χωριό μας. Ένα από τα πιο καλά παιδιά της Βοστίνας έφυγε ξαφνικά για το μεγάλο, χωρίς επιστροφή ταξίδι. Αναπάντεχος ο χαμός του Μιχάλη ! Ο χάρος ακόμη μια φορά δεν ρώτησε ποιος έχει σειρά , μόνο είπε ο επόμενος. Και ο Μιχάλης βρέθηκε φαίνεται κάπου εκεί κοντά στον Αχέροντα. Ίσως γιατί δεν φοβότανε ποτέ το θάνατο……..
Στην Μινωική εποχή οι άνθρωποι θεωρούσαν την ζωή σαν ένα μεγάλο πανηγύρι και κάθε στιγμή έπρεπε να την χαιρόμαστε. Αυτός ήταν ο Μιχάλης, θεωρούσε τη ζωή σαν ένα πανηγύρι, και κάθε στιγμή , ήθελε να την χαρεί.

Δεν τον συγκίνησαν ποτέ τα πλούτη, ήξερε ότι η αρχοντιά δεν κατοικεί με στά χρυσά παλάτια. Ο Μιχάλης είχε την αρχοντιά μες στην ψυχή του.
Πάντα εύρισκε τρόπο να δείξει την ανθρωπιά του. Αυθόρμητος, πληθωρικός και ευαίσθητος, χαρισματικός και εγκάρδιος σ όλες του τις εκδηλώσεις, με καταπληκτική αντίληψη για τα συμβαίνοντα γύρω του, από τα παγκόσμια μέχρι τα της μικρής μας κοινότητας. Έλεγε συχνά μια παροιμία «να φοβάσαι το θεό και το μερμήγκι». Γεννημένος για να δίνει, ένας άνθρωπος που είχε και αρετή και τόλμη και γνώσεις. Πάνω απ όλα όμως ήξερε να γλεντάει, να τραγουδάει και να χορεύει. Από το πολυφωνικά του τόπου μας σαν το « Θεέ μου να πιάσει μια βροχή να αργήσουν θεέ μου να με θάψουν», μέχρι το βαρύ ζεμπέκικο όπως το «σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε στη ζωή »
Γεννημένος το 49 στα χρόνια της απέραντης , της απόλυτης φτώχιας, μεγάλωσε ,όπως σχεδόν όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης, με πάρα πολλές στερήσεις. Στο Δημοτικό μόλις τελείωνε η σχολική χρονιά άρχιζε ο θέρος, τα αλώνια ύστερα, τρέξε το βράδυ στο πανωπηγαδο να γιομίσεις τις βαρέλες. Ο Αύγουστος ήταν ο καλύτερος μήνας, βγαίνανε και οι βουζοφαιδες και ο Μιχάλης ήταν πολύ καλός στη σφεντόνα. Αργότερα στο Γυμνάσιο
–Θυμάσαι, μου έλεγε, που πηγαίναμε κάθε πρωί από το τσιφλίκι στο παράρτημα , να προλάβουμε ένα ποτήρι τσάι . Τουχαν μείνει βαθιά χαραγμένα στην ψυχή του εκείνα τα δύσκολα χρόνια, και όταν έπινε κανένα ποτήρι παραπάνω (όχι τσάι βέβαια) , τον έπιανε το παράπονο.
Το παράπονο, τον έπιανε και όταν θυμόταν τον πατέρα του, τον Μανόλη, που και κείνος έφυγε ακόμη πιο ξαφνικά, το Φλεβάρη του 67. Είχε πάει με το άλογο να φορτώσει κάτι μπάλες χορτάρι στην καλύβα του Τζουλαφη και είχε αργήσει να γυρίσει. Πάει ο Μιχάλης να δει, και βρίσκει τον πατέρα του νεκρό ξαπλωμένο στο αλώνι. Από εκεί πάνω φώναξε- Πέθανε ο πατέρας. Τι στιγμή και εκείνη !ογελά, όταν πέρασε στο δικαστικό σώμα. Παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές του. Το δικαστικό ήταν για το Μιχάλη μεγάλο σχολείο . Εκεί με την εργατικότητα του, αλλά και την επιστημονική του κατάρτιση, απέκτησε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων. Αργότερα παντρεύτηκε, ακολούθησαν τα χρόνια της οικογενειακής ευτυχίας, γεννήθηκε ο Μανωλακης που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία.. Όταν ο Μανωλακης είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο, ο Μιχάλης κερνούσε όλο τον κόσμο . Η ευτυχία του ανθρώπου αποτελείται από πολλές τετοιες μικρές, έστω και ελάχιστες στιγμές ευτυχίας .. Και τέτοιες στιγμές είχε την τύχη αλλά και την τέχνη να ζήσει πολλές . Τώρα, πάει να ανταμώσει τα άλλα τα παιδιά , τους φίλους που έφυγαν και αυτοί πολύ νωρίς, να ανταμώσει τον Τάκη τον Κράνο, τον Μάνθο τον Κυρούση και τον Κίμωνα, τον Γρηγόρη τον Τόμο τον συμμαθητή μας, τον Γιώργο τον Γκριμότση, τον Γιαννάκη τον Καραγιάννη . Τελικά τα καλύτερα παιδιά είναι κάτω. Αυτή είναι η ζωή . Μια διαδρομή με αρχή και τέλος. Μια παράσταση ενός θεάτρου, κάθε άνθρωπος που θα γεννηθεί θα ανέβει πάνω στη σκηνή θα παίξει το ρόλο, το ρόλο που του επιφύλαξε η ζωή, και θα κατέβει. Το πιο σημαντικό όμως, το νόημα ίσως της ζωής , είναι να μην φύγει ο άνθρωπος από τούτη τη ζωή, απαρατήρητος.
Και ο Μιχάλης σήμερα, αυτή την χειμωνιάτικη μέρα, δεν φεύγει απαρατήρητος. Το μαρτυρούν οι συγκινητικές εκδηλώσεις συμπαράστασης εκατοντάδων ανθρώπων ,στο βαρύ πένθος των δικών του, των δικών του ανθρώπων που τις προηγούμενες δύσκολες μέρες στάθηκαν πάνω στο προσκέφαλο του.
Τραγική μορφή η μάννα , που το έγραφε η μοίρα της να πιει το πιο πικρό ποτήρι. Τι να πούμε τώρα εμείς.
- Κουράγιο μάνα. – Μανωλάκη κουράγιο, -Κουράγιο Βάσω , -Κατίνα ο αδερφούλης σου πάει να ανταμώσει τον πατέρα σας. Καλό σου ταξίδι Μιχάλη, οι φίλοι σου, όλοι οι χωριανοί σου θα σε θυμούνται για πάντα. Ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει . Αιωνία σου η μνήμη Μιχάλη.
Μετά το Λύκειο έφυγε για την Αθήνα. Πέρασε όλες τις δυσκολίες που περνούσαν όλοι όσοι έφευγαν από το χωριό. Οικοδομές, να ξεφορτώνει φορτηγά, ένα φεγγάρι στο «Λαύριο», και σαν να μην έφθαναν αυτά, ήρθε και η αρρώστια που τον έστειλε στο νοσοκομείο Σωτηρία.
Στάθηκε τυχερός, άντεξε τότε.
Η τύχη του άρχισε να του χαμ