ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΠΩΓΩΝΙΟΥ-ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ ΚΛΠ

ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ
Γεωπολιτικά  η Επαρχία Πωγωνίου σήμερα κατέχει το βόρειο τμήμα του Νομού Ιωαννίνων. Με την εφαρμογή του νόμου «Καποδίστρια» αποτελείται από τους Δήμους: Δελβινακίου με έδρα το Δελβινάκι, Άνω Πωγωνίου με έδρα το Κεφαλόβρυσο, της Διευρυμένης Κοινότητας Πωγωνιανής με έδρα την Πωγωνιανή και Λάβδανης με έδρα την Λάβδανη. Τμήμα της επαρχίας Πωγωνίου αποτελούμενο από τα χωριά: Σωπική, Σχωριάδες, Πολύτσανη, Τσιάτιστα, Μαυρόγυρο και Χλωμό, βρίσκεται στην Αλβανική επικράτεια και υπάγεται στον Νομό Αργυροκάστρου.

Το Πωγώνι (πάνω και κάτω Πωγώνι και Λάκκα Πωγωνίου) περικλείεται από τον ορεινό όγκο της Νεμέρτσικας στο βορρά, τη Ζαγοριά στα βορειοδυτικά, την Κόνιτσα και το Ζαγόρι στα ανατολικά και τη Δερόπολη και Θεσπρωτία στα νότια.
Κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κατά τους Ιωάννη Λαμπρίδη και Σπύρο Στούπη και Φώτιο Οικονόμου, η περιοχή χωριζόταν στο βόρειο τμήμα, γνωστό ως  ‘’Καραμουρατιά’’ , νότια της Πρεμετής, που είχε στη δικαιοδοσία του 36 χριστιανικά χωριά και σε νότιο, γνωστό ως ‘’Παληοπωγώνι’’ (η σημερινή επαρχία Πωγωνίου), στα νότια της Λυντζουριάς με 44 χωριά και συνόρευε με την Ζαγοριά, Δρυïνούπολη (Δερόπολη), τη Θεσπρωτία, τα Κούρευτα, το Ζαγόρι και την Κόνιτσα.
Ο Ι. Λαμπρίδης το ονομάζει Πογώνη ή Πογώνιον και το διαιρεί σε βόρειο ή κυριώς Πογώνη και νότιο ή Παληοπωγώνι. Το βόρειο Πογώνη, γνωστό ως ‘’Καραμουρατιά’’ (χωρίστηκε το 1882) είχε κέντρο την Οστανίτσα (Αηδονοχώρι). Κέντρο του Παληοπωγωνίου μέχρι το 1790 και από το 1820 μέχρι το 1846 ήταν ο Κακόλακκος. Εκεί ήταν η έδρα του υποδιοικητή (Μουτεσελίου). Από το 1970 μέχρι το 1820 και από το 1846 όταν ιδρύθηκε ο ‘’Καζάς Πωγωνίου’’ (επαρχιακή περιφέρεια), κέντρο ήταν η Βοστίνα η οποία υπαγόταν στην υποδιοίκηση Αργυροκάστρου.
Ο Βοστινιώτης Λεων. Βασιλειάδης γράφει στον ‘’Ηπειρωτικό Αστέρα’’ για το Παληοπωγώνι: ‘’Το Πογώνιον ή Παληοπωγώνι αποτελείται εκ τριάκοντα οκτώ εν όλω χωρίων. Εις τα τριάκοντα εκ τούτων ομιλείται η ελληνική, εις εν η κουτσοβλαχική ( εις τον Μεντζητιέ) και εις Βοστίναν, ήτις είναι έδρα του υποδιοικητή, λαλείται υπό των Μωαμεθανών η Αλβανική’’.
 Η ονομασία Πωγώνι, ίσως έχει σχέση με το χωριό Διπαλίτσα (Μολυβδοσκέπαστο). Εκεί, κατά την παράδοση, ήταν η πόλη με το όνομα Πωγωνιανή, ιδρυμένη από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο (668-695), από τον οποίο προήλθε το όνομα της περιοχής. Η πόλη Πωγωνιανή υπήρξε και έδρα της Αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής. Όσοι επικαλούνται ότι η ονομασία Πωγώνι  προέρχεται  από τον Αυτοκράτορα Κων/νο Πωγωνάτο , στηρίζονται στην ευρεία χρήση των όρων ‘’Πωγωνιανή και Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής’’ καθώς και σε ένα χρονολογικό πίνακα των Αρχιεπισκόπων Πωγωνιανής, που αναγράφεται πρώτος Αρχιεπίσκοπος Πωγωνιανής Παρθένιος (650-680), που συμπίπτει με την εποχή του Αυτοκράτορα Κων/νου Πωγωνάτου. Άλλοι έχουν διαφορετική άποψη για την ονομασία Πωγώνι. Το γεγονός, όμως, ότι διατηρήθηκαν σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό λαïκοί θρύλοι και παραδόσεις που συνδέουν το όνομα της περιοχής με τον Αυτοκράτορα Κων/νο Πωγωνάτο, είχε ευεργετική επίδραση στους χριστιανούς ραγιάδες. Στην ανάμνηση, στην αναπόληση αυτών των γεγονότων ανακόπηκε το κύμα του εξισλαμισμού.
Κείμενα: Νίκου Θ. Υφαντή

Κοινοτικό διαμέρισμα Πωγωνιανής (Βοστίνας)
Πρώτη εγκατάσταση
Είναι δύσκολο να καθοριστεί η πρώτη εγκατάσταση των κατοίκων στην περιοχή, γιατί λείπουν παντελώς μαρτυρίες. Παραδίνεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήταν εκείνοι που εγκαταστάθηκαν σε όλη την έκταση του σημερινού οικισμού της Πωγωνιανής. Οι περισσότερες οικογένειες εγκαταστάθηκαν ομαδικά από την «μεγάλη ράχη» και κάτω και συγκρότησαν τους τέσσερις συνοικισμούς : Τις Αυλές, την Ομαλή, το Τούροβο, και το Κόπανο. Οι συνοικισμοί αυτοί σχηματίστηκαν ο ένας κοντά στον άλλο για λόγους ασφαλείας και διατηρήθηκαν μέχρι και τον 14ο αιώνα. Για τις θρησκευτικές τους ανάγκες είχαν χτίσει και δύο εκκλησίες. Η μία, όπως παραδοσιακά διασώθηκε, τιμώνταν στο όνομα της Αγίας Αναστασίας και η άλλη επ’ ονόματι αγνώστου Αγίου. Και από τις δύο εκκλησίες διακρίνονται ίχνη θεμελίων ανάμεσα από πολυετείς βελανιδιές.
Στα 1343 -1345 κάνει την εμφάνισή της η φοβερή αρρώστια πανώλη (πανούκλα), η οποία αποδεκάτισε μέσα σε λίγα χρόνια το 1/3 του πληθυσμού της περιοχής. Την τύχη αυτή ακολούθησαν και οι τέσσερις συνοικισμοί. Αρκετοί από όσους επέζησαν μετακινήθηκαν σε νέους οικισμούς. Συγκεντρώθηκαν στο βορειοδυτικό μέρος του χωριού μέχρι το μοναστήρι της Αγίας- Παρασκευής και σχημάτισαν τον συνοικισμό «Ζιουγκλαράτες» που σημαίνει γεωργοί. Οι υπόλοιπες οικογένειες των συνοικισμών μετακινήθηκαν βορειότερα προς την περιοχή της «Θεοτόκου» και ίδρυσαν τον συνοικισμό «Κατούνα» ως τις σημερινές τοποθεσίες Άι-Γιώργης και Σιουμάνο. Στην περιοχή του Άι-Γιώργη βρίσκονται παλαιοχτίσματα που οριοθετούν όχτους χωραφιών. Εκεί έχτισαν και εκκλησία στο όνομα του Αγίου Γεωργίου, για να παρεμποδίζει ο Άγιος Καβαλάρης τον φοβερό δράκο του δάσους στην εξάπλωση της επιδημίας. Η εκκλησία έγινε μοναστήρι με κελιά και βοηθητικούς χώρους για τους προσκυνητές. Αργότερα οι μουσουλμάνοι το μοναστήρι στον Άι-Γιώργη το μετέτρεψαν σε τεκέ, με κτίρια λατρείας, αποθήκες, στέρνα, δωμάτια υποδοχής, κλπ.
Συγκρότηση του οικισμού της Βοστίνας
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν μουσουλμανικές οικογένειες, οι οποίες, όπως ήταν φυσικό, επέφεραν ρήγματα στους τοπικούς χριστιανικούς πληθυσμούς, στους συνοικισμούς Ζιουγκλαράτες και Κατούνα.
Η Βοστίνα, ως ξεχωριστός οικισμός, συγκροτήθηκε μάλλον μετά το 1550, όταν οι Τούρκοι εγκατέστησαν εκεί εξωμότες μουσουλμάνους. Ο Ι. Λαμπρίδης(Ηπειρ. Μελετήματα, Πωγωνιακά) αναφέρει ότι η εγκατάσταση εξισλαμισμένων Αλβανών στη Βοστίνα έγιναν σε δύο κύματα. Το πρώτο στα μέσα το 16ου  αιώνα και το δεύτερο στα μέσα του 17ου αιώνα. Η εξωμότες μουσουλμάνοι που εγκαταστάθηκαν στην Βοστίνα άρπαξαν τις περιουσίες των χριστιανών, οι οποίοι αναγκάστηκαν και πάλι να μετακινηθούν στην περιοχή του Άι-Λια. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν μετά το 1650-1700. Οι μετακινηθέντες κάτοικοι εργάζονταν ως τσιφτήδες (δούλοι) στις υπηρεσίες των Τούρκων μπέηδων και αγάδων. Οι μουσουλμάνοι έχτισαν τέμενος στο κέντρο του οικισμού για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο μιναρές διατηριόταν μέχρι το 1950, οπότε κατέρρευσε.
Πότε και από ποιους πήρε το όνομα «Βοστίνα» είναι άγνωστο. Πολλοί το ερμηνεύουν ως «Βοσκήσιμον τόπον», λόγω των πολλών βοσκοτόπων. Άλλοι το ερμηνεύουν ως «λουλουδότοπο», από τα άφθονα λουλούδια στην περιοχή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Τουρκική λέξη «Μπόστι» (=τόπος πληρωμής φόρου). Η Βοστίνα ήταν έδρα που έρχονταν κάτοικοι 83ων χωριών και πλήρωναν φόρους. Από το «Μπόστι» έγινε «Μποστίνα-Βοστίνα».
Έδρα του «Καζά Πωγωνίου» ήταν η Βοστίνα με υποδιοικητή (Μουτεσελίμη), που υπαγόταν στην υποδιοίκηση Αργυροκάστρου. Η Βοστίνα παρέμεινε πρωτεύουσα Πωγωνίου και μετά την απελευθέρωση (1913) ως το 1922, χρονιά που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Δελβινάκι. Το 1928 μετονομάστηκε σε Πωγωνιανή σε ανάμνηση της Παλιάς Πωγωνιανής στη Διπαλίτσα (Μολυβδοσκέπαστο).
Ο κεντρικός ιερός ναός του Αγίου Νικολάου
Σύμφωνα με μία ενθύμηση που υπάρχει στο ναό η θεμελίωση του ναού έγινε τον Νοέμβριο του 1872 και μετά από έναν χρόνο(το Δεκέμβριο του 1973) στην μνήμη του Αγίου, τελέστηκε η πρώτη λειτουργία. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε τον Μάρτιο του 1874, ενώ τα επίσημα εγκαίνια έγιναν αργότερα το 1894. Τα χρήματα για την ανέγερση του ναού και την κατασκευή του τέμπλου προέρχονται από εκδηλώσεις (ζιαφέτια), που πραγματοποιούνταν από τους ταξιδεμένους στην πόλη Βοστινιώτες.
Η ενθύμηση που αντιγράφηκε το 1951 από τον δάσκαλο Αριστοτέλη Ζωΐδη , είναι η εξής : « το έτος 1872 = 6 : Νοεμβρίου ημέρα Δευτέρα ερήχθη το θέμελον του Αγίου Νικολάου της νέας εκκλησίας.
Παπακώστας Χρίστου Τζάτζης
γράφω για θήμηση
Διήρκησε η κατασκευή της εκκλησίας εν έτος η δε αρχή της λυτουργίας έγινεν εις τούτον τον νέον ναόν την 6 δεκεμβρίου 1873 εις του Αγίου την μνήμην ο δε τέμπλος έγινε μετά παρελθόντος τριών μηνών….»
Μετά την απελευθέρωση (1913)
Ιδρύματα Πωγωνιανής
Το 1923 ιδρύθηκε το εθνικό οικοτροφείο αρένων Πωγωνίου (σήμερα Κέντρο Παιδικής Μέριμνας(Κ.Π.Μ.)). Στεγάστηκε στο παλιό Τουρκικό Διοικητήριο για την περίθαλψη προσφυγόπουλων από την Μικρά Ασία και, κυρίως, από τις Αλβανοκρατούμενες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Το κτίριο ανακαινίστηκε και αργότερα προστέθηκε και άλλη πτέρυγα για τις ανάγκες των φιλοξενούμενων μαθητών. Επειδή το κτίριο δεν επαρκούσε για την εξυπηρέτηση των παιδιών, ένας αριθμός παιδιών διέμενε στο σαράι του Τούρκου Ισμαήλ Μπέη(στην Κορυφή του χωριού) που χαρακτηρίστηκε ως «παράρτημα» του εθνικού οικοτροφείου. Το οίκημα αυτό χρησιμοποιήθηκε από τον Φ.Σ.Π. ως γυμνασιακό οικοτροφείο αρένων, από το σχολικό έτος 1934-1935 μέχρι το 1976, οπότε οι μαθητές στεγάστηκαν στην ανεγερθείσα μαθητική εστία. Το Κ.Π.Μ. και σήμερα φιλοξενεί παιδιά από την βόρειο ήπειρο και από άλλες αλβανικές περιοχές.
Γυμνάσιο Πωγωνιανής
Το 1924 ιδρύεται το Γυμνάσιο της Βοστίνας το οποίο άρχισε να λειτουργεί ως τετρατάξιο το σχολικό έτος 1924-1925. Για τη στέγαση του Γυμνασίου χρησιμοποιήθηκε η οικία του Τούρκου Μουχτάρ Σουλεϊμάν. Εκεί στεγάστηκε το «Γυμνάσιο της Βοστίνας», το οποίο με την μετονομασία του χωριού σε «Πωγωνιανή» το 1928 και του Γυμνασίου σε «Γυμνάσιο Πωγωνιανής», στεγαζόταν στο σπίτι του Σουλεϊμάν μέχρι το 1963, οπότε ανεγέρθη το υπάρχον, διδακτήριο και σε αυτό λειτουργεί ως Γυμνάσιο – Λύκειο μέχρι σήμερα.
Το Γυμνάσιο Πωγωνιανής από τότε, με μία ολιγόχρονη διακοπή, λόγω της εσωτερικής ανωμαλίας στη χώρα, συνεχίζει να λειτουργεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε παιδιά από όλη την Ήπειρο με το ίδιο εύρος κοινωνικής προέλευσης και καταγωγής. Προπολεμικά το μαθητικό δυναμικό του Γυμνασίου προερχόταν από το χαμένο Ηπειρωτικό τμήμα. Τα τελευταία χρόνια, μετά το 1991, και πάλι παιδιά του ξεκομμένου ελληνισμού αλλά και αλβανόπουλα, από πολλές περιοχές της Αλβανίας, φιλοξενούνται στα ιδρύματα της Πωγωνιανής και φοιτούν στο Γυμνάσιο – Λύκειο. Από το 1963 το λεγόμενο «Παλιό Γυμνάσιο» χρησιμοποιήθηκε από το Φ.Σ.Π. ως γυμνασιακό οικοτροφείο θηλέων μέχρι το 1976, οπότε οι μαθήτριες στεγάστηκαν στην μαθητική εστία.
Μητροπολιτική Σχολή Βοστίνας (Παλιό Δημοτικό Σχολείο)
Στη Βοστίνα λειτουργούσε Σχολαρχείο (Ελληνικό σχολείο). Λειτούργησε μέχρι το 1929, χρονιά που καταργήθηκε γιατί οι μαθητές του απορροφήθηκαν από το Γυμνάσιο. Οι εργασίες ανέγερσης του διδακτηρίου άρχισαν το 1892 και ολοκληρώθηκαν το 1897. Το διδακτήριο χρησιμοποιήθηκε ως δημοτικό σχολείο, μετά την κατάργηση της μητροπολιτικής σχολής, μέχρι το 1964 όταν το σχολείο μεταστεγάστηκε στο νέο διδακτήριο κάτω από την εκκλησία. Σήμερα χρησιμοποιείται ως κατοικία του εφημερίου της Κοινότητας. Η σχολή βρίσκεται δίπλα από τον Ιερό ναό του Αγίου Νικολάου.
Επαγγελματικές σχολές του «ιδρύματος Ι. Λάτση»
Το σχολικό έτος 1992-93 η μαθητική εστία  φιλοξένησε 120 βορειοηπειρωτόπουλα (101 αγόρια και 19 κορίτσια) τα οποία φοιτούσαν στο Γυμνάσιο – Λύκειο Πωγωνιανής. Το 1992 ανακαινίστηκε το κτήριο της μαθητικής εστίας και διαμορφώθηκαν οι χώροι για την λειτουργία των τεχνικών σχολών για επαγγελματική αποκατάσταση των βορειοηπειρωτόπουλων. Η λειτουργία των σχολών άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1992 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Λειτουργούν τμήματα μηχανικών αυτοκινήτων, ηλεκτρολόγων, ξυλουργών (επιπλοποιών), μεταλλικών κατασκευών και τμήμα κομμωτικής για κορίτσια. Η φοίτηση στις σχολές είναι διετής. Εκτός από μαθήματα ειδίκευσης παρέχονται επιπλέον και γενικά μαθήματα παιδείας και γλώσσας. Στις δύο πτέρυγες της μαθητικής εστίας, στεγάζονται τα αγόρια και τα κορίτσια. Στην Τρίτη πτέρυγα βρίσκονται τα εργαστήρια για την πρακτική εξάσκηση των εκπαιδευόμενων.
Έγραψαν για τη Βοστίνα (Πωγωνιανή)
« Η Βοστίνα, γράφει ο Ι. Λαμπρίδης, (Ηπειρωτικά Μελετήματα, Πωγωνιακά, έτος 1993, σελ. 11) Δ. του Δελβινακίου τρεις ώρας εις τας υπωρείας ιδίου όρους και ύπερθεν της δεξιάς όχθης ομώνυμου ποταμού εις δύο ενορίας διαιρούμενη». Και ο Σπύρος Στούπης γράφει: « Μέσα στα τελευταία βουνά της σημερινής ελληνοαλβανικής μεθορίου ξεπροβάλλει η άλλοτε Βοστίνα… που υπήρξε έδρα του δυτικού τμήματος της περιοχής και σημαντικό εμπορικό κέντρο… Είχε μεγαλοπρεπή εκκλησία, τζαμί, διοικητήριο, σχολεία μουσουλμανικά και ελληνορθοδόξων, 3 ξενώνες και 5 εμπορικά καταστήματα».
(Σπ. Στουπή, Πωγωνιακά και Βεσσανιώτικα, σελ. 97)
Και ο Χρ. Β. Χατζόπουλος (Ηπειρωτικός Αστέρας 1904, σελ. 94-95) γράφει: «Βοστίνα κωμόπολις αριθμούσα περί τας 3.000 πληθυσμόν είναι πρωτεύουσα της Πωγωνιανής, έδρα υποδιοικήσεως. Έχει ωραίον ορίζοντα και γλυκύτατον κλίμα. Διακρίνεται διά τας ωραίας της οικοδομάς, εν αις διαπρέπει ιδία ο εν τω κέντρω ακριβώς της πόλεως ανυψούμενος Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου, εις εκ των καλλιτέρων και μεγαλυτέρων του τμήματος, παρ’ αυτού δε ωραία αυτής Σχολή».
Κείμενα: Νίκου Θ. Υφαντή

Κοινοτικό Διαμέρισμα Δολού
Το Δολό, στην επαρχία Πωγωνίου, ακολουθεί τις μακραίωνες περιπέτειες και την ιστορία της περιοχής, η οποία εξακολουθεί να παραμένει στην λήθη. Μέσα από τα σκόρπια υπολείμματα πασχίζουμε να ανιχνεύσουμε το παρελθόν και να συνθέσουμε το μωσαϊκό του τόπου, που δοκιμάστηκε απ’ την παλίρροια και την άμπωτη της ιστορίας.
Το Δολό περικλείεται από Βορρά από τον γυμνό όγκο της Νεμέρτσικας και από Δυτικά από το δασωμένο βουνό Μπόζοβο.(Πωγωνάτο) Στα Ανατολικά του χωριού υψώνεται το χαμηλό βουνό Κουτσόκρανο και στα νότια το χωριό Φαράγγι και Σταυροδρόμι.
Για την πρώτη εγκατάσταση των κατοίκων, μόνο σε απηχήσεις παραδόσεων στηριζόμαστε, γιατί λείπουν οι πηγές. Ο Σπ. Στoύπης, που στηρίχτηκε σε στοιχεία του Δολιώτη Γρηγόρη Κολέφα, λέει ότι ο οικισμός ιδρύθηκε μάλλον στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πριν από την κατάκτηση του Πωγωνίου από τους Τούρκους, ήταν ένας πρόχειρος οικισμός, αποτελούμενος από οικογένειες της ίδιας πατριάς(σόγια) που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ίσως ο οικισμός αυτός να συγκροτήθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα μ.χ. Το πρώτο όνομα του χωριού ήταν Δέλη.
Μετά τις Σλαβικές επιδρομές μετονομάστηκε σε Δολό. Σημαίνει μέρος χαμηλό, το κάτω μέρος του ορεινού συγκροτήματος Κουτσόκρανο, στην πιο ψηλή κορυφή του οποίου βρίσκεται ο ναΐσκος του Αγίου Χριστοφόρου, προστάτη του χωριού.
Ίσως ο πρώτος οικισμός να είχε ιδρυθεί στην σημερινή θέση «χαλάσματα», η οποία μαζί με τα «παρακάτωνα», αποτελούσε ισόπεδη έκταση πριν πάθει καθίζηση. Από μία άλλη παράδοση, η οποία ελέγχεται, μαθαίνουμε ότι οι πρώτες οικογένειας ήταν Μακεδόνες από τα χωριά Ντόλο (βυθός) και Ζιουπάνι (Πεντάλοφος) και από άλλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας. Κάτοικοι των περιοχών αυτών για να αποφύγουνε τις ληστρικές επιδρομές μετοίκησαν στην Ήπειρο. Ήταν κτηνοτρόφοι και εγκαταστάθηκαν σε όλη την περιφέρεια του σημερινού Δολού και της Πωγωνιανής, για να εξασφαλίσουν ασφαλές μέρος για τις οικογένειές τους και τα ζωντανά τους. Ο χρόνος της μετοίκησης δεν προσδιορίζεται. Μάλλον πρέπει να ανάγεται στην 9η ή 10η εκατονταετηρίδα. Η έλλειψη μαρτυριών μας αναγκάζει να καταφύγουμε σε θρύλους και παραδόσεις για να φτάσουμε στο 1030, όπου στον πίνακα δωρητών Μονής Μολυβδοσκεπάστου (1030, (έτους ζλ(1030)εν μηνοΐ Δεκεμβρίου ‘α) αναφέρεται το Δολό: «χώρας Δολώ- Γεωργίου Κυράτζα».
Ακολουθώντας ένα χρονικό του Δολού, οδηγούμαστε χρονολογικά ως εξής:
  1. Γύρω στα 1343 με 1345 εμφανίζεται στην περιοχή η πανούκλα. Από την επιδημία της πανούκλας αποδεκατίστηκαν οι περισσότερες οικογένειες. Τα 2/3 των κατοίκων πέθαναν. Όσοι επέζησαν συγκεντρώθηκαν και κατοίκησαν στην σημερινή θέση του χωριού.
  2. Γύρο στα 1550 μουσουλμανικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην Βοστίνα και άρπαξαν τιε περιουσίες των χριστιανών, οι οποίοι έγιναν τσιφτήδες.
  3. Στα 1750 ο Κουρτ-Πασάς του Βερατίου καταγράφει τους χριστιανούς του Δολού και το κάνει τσιφλίκι του.
  4. Το 1778 μετά την ήττα του Κουρτ-Πασά από τα στρατεύματα του Αγή-Πασά, το χωριό γίνεται τσιφλίκι του Αγή-Πασά και το δωρίζει στον Δερβίς-Χασαν (από το Μαλέσοβο), αρχιστράτηγό του, για να τον τιμήσει για την μεγάλη νίκη κατά του Κουρτ-Πασά.
  5. Η τσιφλικοποίηση του Δολού ήταν μεγάλο βάσανο για τους Δολιώτες που προσπαθούσαν να βρουν την ευκαιρία για να εξαγοράσουν το χωριό. Για τον σκοπό αυτόν εργάστηκαν ντόπιοι και ταξιδεμένοι Δολιώτες και εξαγόρασαν το χωριό το 1856 για 10.000 χρυσές λίρες. Με την εξαγορά του απαλλάχτηκαν οι Δολιώτες από τους μπέηδες και τους αγάδες. Το χωριό άνθισε πολιτιστικά και οικονομικά και έγινε κεφαλοχώρι. Ήταν το αρχοντοχώρι του Πωγωνίου με πολυμελείς οικογένειες. Στα πικρά χρόνια του «Τούρκικου» αποτελούσε όαση για την περιοχή.

Οι ταξιδεμένοι Δολιώτες, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην Αμερική, εκτός από την φροντίδα για τις οικογένειές τους στο χωριό, φρόντιζαν και για τα χωριατικά θέματα. Όλοι πρόσφεραν τον οβολό τους. Βοηθούσαν στην ίδρυση και συντήρηση σχολείων και εκκλησιών, στην αμοιβή δασκάλων, στην κατασκευή δρόμων και περίθαλψη ενδεών. Το Δολό έχει να παρουσιάσει πλειάδα ανθρώπων που διέπρεψαν στα γράμματα και τις τέχνες: Δασκάλους, ιερείς, γιατρούς, καθηγητές, επιχειρηματίες και άλλους επαγγελματίες.
Κείμενα: Νίκου Θ. Υφαντή
Πηγή:pogoniani.gr

Πωγώνι-Ιστορία

" Το Πογώνη ή Πογώνιον εις τας πλευράς της Νεμέρτσικας Ν. της Λιντζουρίας και Ζαγοριάς και μεταξύ Ζαγορίου, Κονίτσης, Δροπόλεως, Κουρέντων και Τσιαμουριάς κείμενον, αριθμεί οικίας 3.594, ων 204 Αλβανικαί και 6 Αθιγγανικαί είνε Μωαμεθανικαί, αι δε λοιπαί 3.154 Ελληνικαί, 141 Αλβανοβλαχικαί, 76 Αλβανικαί και 13 Αθιγγανιακαί Χριστιανικαί. Διαιρείται δ' εις δύο διαμερίσματα, το βόρειον ή κυρίως Πογώνη, και το νότιον ή Παληοπογώνη…Το κλίμα του τμήματος καθόλου εύκρατον και υγιεινόν. Συνήθη αυτού νοσήματα είναι πυρετοί διαλείποντες και υφέσιμοι. Πλην δεν τούτων και δυσμηνόρροιαι και αναιμίαι των γυναικών ένεκα κακής διαίτης και επιμόχθων εργασιών στους αγρούς και αμπελώνας, και στερήσεως φιλτάτων συγγενών αποδημούντων και τα μέχρι χθες και ενταύθα άγνωστα και ολέθρια “η φυματίωσις και η αδελφή αυτής η χοιραδική δυσκρασία” ιδίως εις Δελβινάκιον και Βίσιανην. Ίσως δε τα αίτια τούτων πόρρωθεν. Επειδή δε το κλίμα επιδρά καθόλου επί των κράσεων και της καλλονής, δια τούτο οι μεν άνδρες είναι εύρωστοι, αι δε γυναίκες ευειδείς και λευκαί…".
Μ' αυτόν το χαρακτηριστικό τρόπο μας εισάγει στην ανθρωπογεωγραφία του Πωγωνίου ο Ιωάννης Λαμπρίδης στο έβδομο τεύχος της μνημειώδους εργασίας του “Ηπειρωτικά Μελετήματα”, με τίτλο “Πωγωνιακά”, που εκδόθηκε το 1889. Το Πωγώνι , διαιρεμένο σήμερα τεχνητά σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το ένα ανήκει στην Αλβανία, αποτελεί ένα τμήμα της ενιαίας ηπείρου με πολλές ιδιαιτερότητες, που οφείλονται εκτός των άλλων και στην ίδια τη μεθοριακή του θέση. Ας δούμε όμως κατ' αρχήν ποια είναι τα χωριά που συγκροτούν την ενότητα αυτή. Οι κοινότητες που ανήκουν στην Αλβανική επικράτεια (και εκπροσωπούνται μουσικά σ' αυτήν την έκδοση) είναι η Σωπική, οι Σχωριάδες, η Πολύτσιανη, η Σέλτση, το Χλωμό, το Μαυρόγερο και η Τσάτιστα. Στην ελληνική επικράτεια με διοικητικό αλλά κα γεωγραφικό κέντρο το Δελβινάκι ανήκουν τα χωριά: Δρυμάδες, Α. Μερόπη, Πωγωνίσκος, Σταυροσκιάδι, Κακόλακκος, Μερόπη, Παλαιόπυργος, (Μέβδεζα), Κ. Μερόπη, Κεφαλόβρυσο, (Μετζητιέ), Ωραιόκαστρο, Αγ. Κοσμάς, Ρουψιά, Βήσσανη, Φαράγγι, Ορεινό (Μποζιανίκο), Ξηρόβαλτο, Ποντικάτες, Αργυροχώρι, Χρυσοδούλη, Σταυροδρόμι, Τεριάχι, Μαυρόπουλο, Ζάβροχο, Χάνι Δελβινακίου, Κτίσματα (Αρίνιστα), Κεράσοβο, Περιστέρι (Μεγγούλη), Κρυονέρι, Χαραυγή (Βάλτιστα), Στρατίνιστα, Καστανή, Ψηλόκαστρο, Δημόκορη, Λάβδανη, Βράστοβα,Αγ. Μαρίνα (Βατσουνιά), Κ. Λάβδανη.
Χωριά, όπως τα Άνω και Κάτω Ραβένια, Δολιανά, Παρακάλαμος κ.α. βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων της επαρχίας Πωγωνίου και ιστορικά διαφοροποιούνταν, αλλά στα νεώτερα χρόνια έχουν δεχθεί σημαντικές επιρροές από το κυρίως Πωγώνι, ώστε να μπορεί κανείς χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να τα εντάξει πολιτισμικά στην ευρύτερη περιοχή.
Οι ιστορικές αντιξοότητες συνέβαλαν και στο Πωγώνι στην ανάπτυξη των φαινομένων της αποδημίας, που κι αυτό έχει καταγραφεί μ' έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στη μουσική του παράδοση. Οι Πωγωνίσιοι ταξιδεύουν ασκώντας διάφορα επαγγέλματα σ' όλη τη Βαλκανική διατηρώντας πάντοτε, όπως όλοι οι Ηπειρώτες, έντονους τους δεσμούς τους με τον τόπο τους. “…Αλλά και η ερήμωσις και η σπάνις ικανοτήτων εν Ηπείρω εκ των αποδημιών προέκυψε. Το ήμισυ περίπου της Ηπείρου μεταναστεύει, πάσα δ' ευφυΐα έκτακτος αλλαχού τον βίον διέρχεται συνήθως. Η ανέγερσις ξενοδοχείου των Ελλήνων (Γκρέτζι Χάνι) εν Βουκουρεστίω υπό του εκ Πωγωνιανής ενδόξου και μεγάλου Μπάνου Γκόρμα (1565).. μαρτυρούσι την αποδημίαν εις την αλλοδαπήν κατοίκων τινών του τμήματος μάλιστα εις την Βλαχίαν και Μολδαυΐαν προ εκατοεντετηρίδων…Οι άνδρες του Δελβινακίου, λέγει ο Λήκ, αποδημούσιν εις Κων/πολιν ως κηπουροί και κρεοπώλαι, όμως εμπορεύονται και μηλωτάς εν΄ Ρωσσία και χρυσήν κλωστήν εν Γερμανία διά την κατασκευήν κεντημάτων Αλβανικών… Από δε του 1830 ιδίως ένεκα της αυξήσεως των φόρων προς απότισιν κοινοτικών χρεών συν τόκοις και επιτοκίοις βαρυτάτοις και της υπερτιμήσεως των προς διατροφήν ήρξαντο βαθμηδόν πάντες σχεδόν ν' αποδημώσιν. Αποδημώσιν όμως ιδίως εις μεγάλας πόλεις και προάγονται”.
Το απόσπασμα από το βιβλίον του Ι. Λαμπρίδη είναι αρκετά διαφωτιστικό ως προς τις διαστάσεις που είχε λάβει το φαινόμενο της αποδημίας, κάτι που άλλωστε έχει αποτυπωθεί και στη μουσική παράδοση με την ταύτιση του τραγουδιού της ξενιτιάς με το μοιρολόϊ. “Την ξενιτειά, τη γυμνωσιά, την πίκρα και το χάρο,/ τα τέσσερα τα “ζύγιασα”, βαρύτερα είν' τα ξένα./ Παρηγοριά 'χει ο θάνατος, ελεημοσύνη ο χάρος/ κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει..”.
Οριοθετείται γεωγραφικά από τη Νεμέρτισκα (2.209μ.) στα Βόρεια, τα όρη Τσαμαντά (1.826μ.) στα Νότια, τον Κασιδιάρη (1.329μ.) και το κάτω τμήμα του ποταμού Γορμού στα Ανατολικά και τον Μακρύκαμπο (1.672μ.) στα Δυτικά.
Αποτελείται από 32 χωριά που συνολικά καταλαμβάνουν μια έκταση 498 τετ.χλμ. Τα χωριά αυτά είναι τα εξής: Αγία Μαρίνα, Άγιος Κοσμάς, Αργυροχώρι, Βασιλικό, Βήσσανη, Δελβινάκι, Δημοκόρη, Δολό, Δρυμάδες, Κακόλακκος, Καστανή, Κάτω Μερόπη, Κεράσοβο, Κεφαλόβρυσο, Κρυονέρι, Κτίσματα, Λάβδανη, Λίμνη, Μαυρόπουλο, Μερόπη, Ορεινό-Ξηρόβαλτο, Παλαιόπυργος, Περιστέρι, Ποντικάτες, Πωγωνιανή, Ρουψιά, Σταυροσκιάδι, Στρατίνιστα, Τεριάχι, Φαράγγι, Χαραυγή, Ωραιόκαστρο.
Ένα τμήμα του (περιοχή Μολυβδοσκέπαστης) υπάγεται σήμερα στην Κόνιτσα ενώ ένα άλλο (Πολυτσιάνη, Σωπική κλπ) στην Αλβανία.
Κάποιες ομάδες χωριών παρόλο που έχουν ενσωματωθεί σε αυτό ανήκουν ιστορικά σε άλλες ενότητες π.χ Χρυσόδουλη, Μαυρόπουλο, Κτίσματα κλπ στη Δρόπολη ενώ ορισμένα γειτονικά χωριά παρουσιάζουν έντονες επιρροές από αυτό π.χ Άνω Ραβένια, Δολιανά, Γεροπλάτανος κλπ.
Διακρίνουμε τρεις χαρακτηριστικές γεωγραφικές ενότητες: του Γορμού στα Βόρεια, του Γυφτοπόταμου–γνωστή και ως λάκκα Μουχτάρη – στα Νότια και του Δρίνου στα Δυτικά.
Η περιοχή διασχίζονταν από την κύρια οδό επικοινωνίας Ιωαννίνων- Αργυροκάστρου-Αγίων Σαράντα με την οποία συνδέονταν δευτερεύοντες δρόμοι όπως εκείνος που ερχόταν από την Κόνιτσα.
Οι τρεις μεγαλύτεροι οικισμοί που έπαιξαν στο πέρασμα της ιστορίας σημαντικό ρόλο από διοικητική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτισμική άποψη είναι η Μολυβδοσκέπαστη, η Πωγωνιανή και το Δελβινάκι.
Οι όποιες κατασκευές στο χώρο ακολουθούν το γενικό ηπειρωτικό αισθητικό και πολιτισμικό πρότυπο. Τυχόν διαφορές οφείλονται μόνο και μόνο στα διαθέσιμα υλικά (π.χ. είδος και χρώμα πέτρας).
Κύρια γεωργοκτηνοτρόφοι αρχικά οι κάτοικοι-μετακινούμενοι όχι τόσο σε μεγάλες αποστάσεις αλλά από χαμηλότερα σε ψηλότερα υψόμετρα στην ίδια γεωγραφική περιοχή –εξάσκησαν στη συνέχεια διάφορα επαγγέλματα.
Πιεζόμενοι κύρια από την σταδιακή τσιφλικοποίηση της περιοχής, τους βρίσκουμε ταξιδεμένους σε διάφορες πόλεις των Βαλκανίων (κυρίως Πόλη και Βλαχία) ως πλανόδιους τεχνίτες (βαρελάδες, ασβεστάδες, χασάπηδες, τσαρουχάδες κλπ) και στη συνέχεια σαν εμπόρους. Παρουσιάζεται μάλιστα μια επαγγελματική εξειδίκευση κατά χωριό.
Το θέμα της ξενιτιάς που βιώθηκε τόσο έντονα από τους ανθρώπους του Πωγωνίου κυριαρχεί στα τραγούδια τους και συχνά συγχέεται με το μοιρολόι.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πολυφωνικό Πωγωνήσιο τραγούδι που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στην Ελληνική μουσική παράδοση.

πηγή
Έθιμα του Πωγωνίου

Δωδεκαήμερο: Οι μέρες του 12ήμερου των Χριστουγέννων ήταν μέρες ξεκούρασης. Το τζάκι έκαιγε συνεχώς και η στάχτη δεν έπρεπε να πεταχτεί έξω. Κατά τη διάρκεια του 12ημέρου δεν έβραζαν όσπρια για να μη βγάλουν εξανθήματα τα παιδιά.
Χριστούγεννα: Την παραμονή έφτιαχναν τηγανίτες γιατί θύμιζαν τα σπάργανα του Χριστού, τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής ή και ανήμερα Χριστούγεννα. Την ημέρα των Χριστουγέννων έσφαζαν τον καλύτερο κόκορα και τον έκαναν σούπα.
Πρωτοχρονιά: Την παραμονή τα παιδιά έκοβαν τούφες πουρνάρι, όσα και τα μέλη της οικογένειας. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς με την πρώτη καμπάνα όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Άναβαν τη φωτιά και ένας - ένας πέταγαν μια τούφα πουρνάρι σ' αυτή. Αυτό άναβε και σπινθηροβολούσε με κρότο.
Το μεσημέρι στο τραπέζι είχαν κρεατόπιτα και μετά το φαγητό ο μεγαλύτερος έκοβε τη βασιλόπιτα σε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας. Στη συνέχεια με το χέρι έφερνε μια στροφή στο τεψί και όποιο κομμάτι τύχαινε μπροστά στον καθένα ήταν δικό του. Ο τυχερός της χρονιάς ήταν αυτός που θα έβρισκε στο κομμάτι του το νόμισμα.
Θεοφάνια: Την παραμονή ο παπάς μαζί με τον καντηλανάφτη γύριζε όλο το χωριό για ν' αγιάσει τα σπίτια και οι νοικοκυραίοι του έδιναν λίγο καλαμπόκι. Ο μικρός μισθός των παπάδων έκανε αυτό το καλαμπόκι ευπρόσδεκτο. Ανήμερα τα Φώτα, αγόρια και κορίτσια του χωριού πήγαιναν αμίλητα στη βρύση και έπαιρναν το αμίλητο νερό. Μετά τραγουδώντας γύριζαν στο σπίτι και όταν χτυπούσε η καμπάνα πήγαινα το νερό στην εκκλησία.
Η τελετή του αγιασμού των υδάτων γινόταν μέσα στην εκκλησία και «ανάδοχος του Χριστού» γινόταν με πλειστηριασμό, αυτός που θα έδινε το περισσότερο καλαμπόκι ή σιτάρι στην εκκλησία. Αυτός λοιπόν έπαιρνε το σταυρό και καθόταν σ' ένα στασίδι δίπλα στον παπά. Κάθε πιστός, αφού τον ράντιζε ο παπάς με αγιασμό, περνούσε και φιλούσε το σταυρό λέγοντας στον ανάδοχο «βοήθειά σου». Στη συνέχεια έπαιρνε αγιασμό με τον οποίο θα ράντιζε όλο το σπίτι του.
Τριών Ιεραρχών: Μέρα των γραμμάτων. Οι δημογέροντες πήγαιναν στο σχολείο, εκεί θα γίνονταν οι εξετάσεις των μαθητών. Τους έβαζαν να λύσουν ένα δυο προβλήματα και μετά τους εξέταζαν στα υπόλοιπα μαθήματα. Αν απαντούσαν, ενέκριναν την προαγωγή τους αν όχι θα συνέχιζαν στην ίδια τάξη. Αν μάλιστα το ποσοστό των μαθητών που δεν απαντούσε ήταν μεγάλο, τότε θεωρείτο υπεύθυνος ο δάσκαλος και απολυόταν. Αυτά γίνονταν προ του 1913.
Φεβρουαρίου, Αγίου Τρύφωνα: Τη μέρα αυτή δεν έκοβαν τίποτε με μαχαίρι, για να μη κόψει το σκουλήκι τις ρίζες του καλαμποκιού και των κηπευτικών που θα φύτευαν την άνοιξη.
Φεβρουαρίου, της Υπαπαντής: Πίστευαν πως αν αυτή τη μέρα έβρεχε, θα έβρεχε συνέχεια σαράντα μέρες, διαφορετικά θα είχαν ξηρασία.
Ψυχοσάββατα: Όλα τα σπίτια πήγαιναν κόλλυβα στην εκκλησία και έκαναν τρισάγιο στους νεκρούς τους.
Κυριακή της Αποκριάς: Αυτή την ημέρα οι νιόπαντρες πήγαιναν στη μάνα τους να πάρουν την ευχή.
Κυριακή της Τυροφάγου: Τη μέρα αυτοί μεταμφιέζονταν όλοι, γυναίκες και άντρες χόρευαν και τραγουδούσαν. Το απόγευμα πήγαινα όλοι στον εσπερινό και μετά τα παιδιά του σχολείου περνούσαν μπροστά από τους γέροντες που κάθονταν στα στασίδια και τους φιλούσαν το χέρι. Το βράδυ πήγαινα σε σπίτια συγγενών για να ευχηθούν «καλή Σαρακοστή». Στους επισκέπτες προσέφεραν παστό χέλι ή βακαλάο τηγανιτό, τυρόπιτα και κρασί. Οι επισκέπτες δεν έτρωγαν για να χορτάσουν, αλλά τσίμπαγαν.
Καθαρή Δευτέρα: Την ημέρα αυτή είχε νηστεία. Ότι φαγητό περίσσευε από την Κυριακή, θα το έδιναν στους γύφτους, που γύριζαν τα χωριά και μάζευαν. Επίσης δεν επιτρεπόταν η εργασία, μόνο έπλεναν τις κατσαρόλες με αλισίβα.
1η Μαρτίου: Κάθε παιδί έδενε στο χέρι του ένα σχοινάκι από κόκκινη και άσπρη κλωστή σα βραχιόλι. Όταν κατά το τέλος Μαρτίου θα έβλεπαν το πρώτο χελιδόνι, το έβγαζαν και το κρεμούσαν σε μια ανθισμένη κρανιά, να το πάρουν τα χελιδόνια.
25η Μαρτίου: Ξημερώματα αυτής της ημέρας τα παιδιά με κουδούνια που είχαν βγάλει από τα γίδια περιφέρονταν γύρω από το χώρο του σπιτιού χτυπώντας τα και τραγουδώντας: «Φευγάτε φίδια και γκουστουρίτσες (σαύρες), ήρθεν ο Βαγγελισμός, να σας κόψει το κεφάλι, να το ρίξει στο ποτάμι, να το φαν οι καλογέροι, χειμώνα, καλοκαίρι»
Ίσως το ποίημα αυτό είχε αλληγορική σημασία και φίδια και γκουστουρίτσες να εννοούσε τους Τούρκους που θα έπρεπε να φύγουν από τον τόπο μας. Και μάλιστα συνέχισε να λέγεται και μετά την απελευθέρωση. Απρίλιος: Την 1η Απριλίου υπήρχε το έθιμο να λένε ψέματα.
Του Λαζάρου: Το βράδυ της παραμονής τα παιδιά είχαν έτοιμα δυο τρία καλάθια, στολισμένα με λουλούδια και ξεκινώντας από την άκρη του χωριού και περνώντας απ' όλα τα σπίτια έλεγαν τον Λάζαρο. Δεν χωρίζονταν, αλλά αποτελούσαν μια και μόνη ομάδα. Των Βαΐων: Την Κυριακή των Βαΐων όλοι έπρεπε να πάνε στην εκκλησία να πάρουν δάφνη. Τη δάφνη επειδή δεν υπήρχε τέτοιο δένδρο στο χωριό, έπρεπε να πάει να την αγοράσει ο τελευταίος γαμπρός του χωριού. Θα τη δώριζε στην εκκλησία αλλά θα έδινε από ένα κλωνάρι σε κάθε σπίτι του χωριού. Για αμοιβή θα έπαιρνε όσα αυγά του έδιναν.
Μεγάλη Πέμπτη: Βάψιμο αυγών κόκκινα (μελανιά οι πενθούντες). Επίσης έφτιαχναν καρβέλες (πρόσφορα ) για το Πάσχα.
Μεγάλη Παρασκευή: Οι νέοι και οι νέες στόλιζαν τον επιτάφιο με αγριολούλουδα (κυρίως λουλούδια κουτσουπιάς). Το βράδυ μετά τη συνηθισμένη ακολουθία γινόταν η περιφορά του επιταφίου στο παρακείμενο νεκροταφείο. Μέγα Σάββατο: Στο δάπεδο της εκκλησίας ο παπάς με το «Ανάστα ο Θεός.» σκόρπιζε φύλλα δάφνης.
Το Μ. Σάββατο έσφαζαν και το αρνί.
Κυριακή του Πάσχα: Παλιότερα η Ανάσταση γινόταν κανονικά στις 12 η ώρα. Τα τελευταία χρόνια είχε επικρατήσει η συνήθεια να γίνεται στις 3.30΄ το πρωί. Καθένας που πήγαινε στην εκκλησιά μπορούσε να χτυπήσει για λίγο την καμπάνα κι' αυτό για να μη τσιμπάει η μύγα τα βόδια, όταν έσπερναν το χωράφι. Η ανάσταση γινόταν έξω από την εκκλησία. Ένας από κάθε σπίτι πήγαινε στην εκκλησία κόκκινα αυγά για να τα ευλογήσει ο παπάς. Από αυτά δύο έδινε στον παπά και τα υπόλοιπα τα γύριζε σπίτι και όταν έμπαινε στο σπίτι με το φως της λαμπάδας κάπνιζαν το πάνω μέρος της πόρτας του κατωγιού κάνοντας ένα σταυρό και κολλούσαν τσόφλια κόκκινου αυγού.
Μέρες της Διακαινησίμου: Τις μέρες αυτές πήγαιναν όλοι και λειτουργούσαν τα ξωκλήσια με τη σειρά. Α. Στέφανος, Α. Παρασκευή, Παναγιά.
Της Αναλήψεως: Ανήμερα όσοι χωριανοί μπορούσαν πήγαιναν στο Αγιονέρι της Χρυσόδουλης για να πιουν και να πάρουν το θαυματουργό νερό. Της Πεντηκοστής: Έκοβαν καρυδόφυλλα, πήγαιναν στην εκκλησία και την ώρα της λειτουργίας γονάτιζαν πάνω σ' αυτά. Μετά τα έβαζαν στα μπαούλα για να μην κόψει ο σκόρος τα ρούχα.
Της Αγίας Τριάδος: Τη μέρα αυτή πριν το 1915 οι χωριανοί πήγαιναν στο μοναστήρι της Πέπελης που γιόρταζε. Εκεί διάθεταν δική τους αίθουσα (αγορασμένη) στην οποία μπορούσαν Να εξυπηρετηθούν, να φάνε και να μείνουν.
24 Ιουνίου- Του Αγιαννιού: Από μέρες πριν τα παιδιά μάζευαν ξερόχορτα και τα έκαναν θημωνιές και την παραμονή άναβαν φωτιές και πηδούσαν πάνω από αυτές. Όποιος πηδούσε ανάμεσα από την μεγαλύτερη ήταν ο ικανότερος.
21 και 26 Νοεμβρίου: Γιορτή της Παναγιάς και του Αγ. Στυλιανού.
30 Νοεμβρίου του Αγ. Ανδρέα: Έβραζαν απ' όλα τα σπόρια μαζί
6 Δεκεμβρίου του Αγ. Νικολάου: Γιόρταζε η εκκλησία του χωριού και όλα τα σπίτια πανηγύριζαν. Παρέθεταν τραπέζι με καλεσμένους συγγενείς από τα γύρω χωριά. Κάθε σπίτι σήκωνε "ύψωμα": Πήγαινε στην εκκλησιά λίγο στάρι βρασμένο με μια λειτουργιά βαλμένα σ' ένα πιάτο. Εκεί ο παπάς τα ευλογούσε και διάβαζε ευχές υπέρ των νεκρών. Επί πλέον πήγαιναν και δυο λειτουργιές δώρο στον παπά.

Διαβάστε περισσότερα για Πωγωνιανή εδώ
πηγή