Στο Περιθώριο τον Ταξιδιού: Ο φίλος μου ο Ηλίας.

Του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού (1999)
Οδοιπορικό της Θράκης Θ'. 
Στο Περιθώριο τον Ταξιδιού: Ο φίλος μου ο Ηλίας. 

Το παρακάτω είναι το Θ' κομμάτι από το αναγραφόμενο "Οδοιπορικό", όπου σκιαγραφείται ο Ηλίας Σιαλακούμας.

O άνθρωπος που με συνόδεψε στο ταξίδι και δώδεκα μέρες τις μοι­ράστηκε μαζί μου, που λίγα έλεγε και πολλά έβλεπε, που δεν έχασε, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ούτε μια στιγμή το κέφι του, που στις 11 ακριβώς ήθελε τον ερατεινό του και, όταν δεν του ‘βρισκα καφενείο, στριφογύριζε, όπως θηρίο στο κλουβί στο κάθισμα του αυτοκινή­του, που, με το μαγνητόφωνο στη διαπα­σών, μ’ έσυρε στο χορό, στον αυλόγυρο της Αγίας Κυριακής, στην Αλεξανδρού­πολη, ο Ηλίας, φίλος και μεγάλος αδερ­φός, ελπίζω να μη μου κακιώσει που σας τον παρουσιάζω.

Ο Ηλίας ήρθε στον κόσμο με μια απο­ρία: Να ιδεί και να μάθει. Πριν ακόμη ανέβει τα σκαλιά του Δημοτικού, με τη δίψα του άγνωστου και της περιπέτειας, που έκτοτε τον βασάνιζε, φεύγει μια μέρα κρυφά από το σπίτι και μάχεται ν’ ανέβει στην κορυφή του βουνού, το οποίο υψώνονταν δυτικά του χωριού του, να ιδεί πιο πέρα από τα στενά σύνο­ρα ενός ορίζοντα που τον έκλεινε.

Δρόμο δεν ξέρει, τα μονοπάτια δεν τα γνωρίζει, τραβάει ίσια γραμμή κάθετα προς το βουνό, εδώ βουλιάζει στο παχύ το χώμα, εκεί ρυβολάει στίιζ χαλικαριές υποχωρώντας, κρατιέται από θάμνα και χαμόδεντρα άλλοτε όρθιος άλλοτε σερνά­μενος, ξεσκίζεται, γδέρνεται, μα προχωράει. Διψασμένος, πεινασμένος, ξέπνοος φτάνει, μετά από ώρες, στην κορυφή.

Εκεί πάνω, στο ξέφωτο φρύδι του βου­νού, πού καταυγάζονταν από φως και δροσερό αγέρι.,τίναξε ψηλά τα χέρια, σα σε θρίαμβο ο Ηλίας και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του να ιδεί.

Και είδι ο Ηλίας τον κόσμο που του κρύβονταν ως τώρα. Πέρα μπροστά και αριστερά, κάτω από τον γυμνό όγκο της Νομέρτσικας που λαμπύριζε γρανιτένιος, είδε κι αγκάλιασε με τη ματιά ιου τα χωριά που φωλιάζουν στα ριζά της, ένα τσούρμο χωριά ίου Πωγωνίου, φραγμένα από καταπράσινους λόγγους, άφηναν ν’ ασπρίζουν οι πέτρινοι τοίχοι τους.

Μπρος του σε ευθεία γραμμή ξεδιάκρινε τον γκρίζο όγκο του Πάπιγκου, πιο κάτω σε σύθαμπο άχνιζε ο Γιαννιώτικος κάμπος και δίπλα μέσα από διάφανή ομίχλη τρεμόπαιζαν στο φως τα Ιωάννινα, ενώ δώθε, δεξιά του, πρόβαλε ο γαλά­ζιος όγκος της Μουργκάνας με να χωριά της Λάκκας.

Κάτω απ' πόδια του, σαν σε τούρτα, απλώνονταν η πολύραχη Πωγωνιανή, το αγαπημένο χωριό του Ηλία, με τον Αϊ- Λιά στην ανατολική ράχη της, ίσια απέ­ναντι συμμαζεμένο το όμορφο. Αολό κι ανάμεσά τους η χαράδρα του Κουβαρά που ενέπνεε φόβο κι από την οποία ξεμύ­τιζε το μικρό φιδίαιο ποταμάκι με τα ήσυχα και λιγοστά νερά του.

Στη δημοσιά ξωμάχοι και στρατοκόποι με τα καματερά τους έμοιαζαν μικροί σαν τα μυρμήγκια. Και τότε το μικρό μυαλουδάκι του παιδιού κινήθηκε παράδοξα και ο ίδιος δέχονταν την πρώτη εμπειρία που του πρόσφερνε τούτη η περιπέτεια, δυσανάλογη με την ηλικία του. “Αν από εδώ ψηλά δεν γίνε­ται αισθητός κανένας πόνος, καμιά κραυγή οδύνης, κανένα βογκητό, παρά μονάχα όλα, χαρές και λύπες, σμίγουν σ’ ένα μακρινό απόηχο, που μοιάζει με ένα παράξενο μονότονο μουσικό απόηχο, τί άραγε να νιώθει απ’ τα ουράνια ύψη, ο Δημιουργός που κυβερνά τον κόσμο, για τα πλάσματά του;”

Χορτασμένος από το θέαμα, παραξενεμένος από τις πρωτόγνωρες σκέψεις του ο μικρός Ηλίας ξέχασε και πείνα και δίψα και πήρε να κατεβαίνει το ανάπλαγο μισοκατρακυλώντας, “μισοσβαρνίζοντας”, ώσπου έφτασε στο σπίτι του καταξεσκισμένος και ξέπνοος από την καταπόνεση, ικανοποιημένος όμως και χαρούμενος για τον άθλο του, και ετοι­μασμένος να πληρώσει για την αποκοτιά του!

* *

Η φτώχεια τον εμπόδισε αργότερα να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Η αγάπη του όμως για γνώση τον ώθησε νωρίς να μυηθεί σ’ ένα κίνημα, που χάραξε για πάντα ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή του και προσδιόρισε οριστικά και αμετάκλητα τη ζωή του. Θα πούμε γι αυτό παρακάτω.

Ο πόλεμος του ‘40 τον βρήκε εικοσι- δυάχρονο παλληκάρι, σαν φόρεσε το χακί.

Βρέθηκε επισιτιστής στο Χάνι του Περικλή, καθώς βγαίνουμε από τα Γιάν­νινα, δυο βήματα από το Καλπάκι, αλλ’ όχι στην πρώτη γραμμή. Ηταν μια θέση ζηλευτή, γιατί οι δυνάμεις ανεφοδιασμού παρέμειναν στον τόπο αυτό ως την κατάρρευση του μετώπου. Μα τούτος ο ανυπάκουος και χοντροκέφαλος νέος, παρόλο που ο διοικητής του τού πρότεινε να μείνει εκεί, στο πόστο του, προτί­μησε να πάει στην πρώτη γραμμή, για να βρίσκεται κοντά στο χωριό του!

Και ίσως αυτό να ήταν το πρόσχημα. Η ψυχή του διψούσε την περιπέτεια και την πολεμική εμπειρία. Και έφυγε από τη θέση του, που θα τη ζήλευαν πολλοί, και πήγε και έζησε όλη την περιπέτεια του μετώπου και έγινε πολυβολητής και όταν ο στρατός μας δρασκέλησε τα σύνο­ρα, βρέθηκε στο εκείθε Πωγώνι που οι σύμμαχοι είχαν χαρίσει στην Αλβανία και ο λόχος του στάθμευσε στην Πολύτσιανη.

Και τότε, για δεύτερη φορά, τούτος ο αδιόρθωτος κλότσησε την καλή του τύχη.

Ο στρατός είχε έλλειψη από στελέχη. Ο λοχαγός του, που τον ξεχώρισε, τού πρό τεινε να γυρίσει στα μετόπισθεν, να γίνει βαθμοφόρος.

Ο Ηλίας αρνήθηκε, όπως και την πρώτη φορά. Εμεινε· στο πόστο του και προχώρησε ως το Τεπελένι. Πολέμησε, δεινοπάθησε, κρυοπάγησε, αλλά εκεί! Η χαρά του για το θρίαμβο της νίκης σκέ­παζε όλες τις κακουχίες. Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει σε μερικούς. Ξέρω ανθρώπους που δεν ένιωσαν ποτέ την εύνοια της τύχης, που νιώθουν αδικημέ­νοι από τη ζωή και γνωρίζω και άλλους που τους αμείβει πλουσιοπάροχα κι εκεί­νοι την κλοτσούν και την προκαλούν δίχιος οίκτο! Ενας από αυτούς ο ΙΙλίας.

Στο Τεπελένι του προτάθηκε για τρίτή φορά να γυρίσει πίσω, για τους ίδιους πιο πάνω λόγους. Και όπως ο Πέτρος από φόβο, ο Ηλίας από πείσμα, κόντρα στην τύχη του, αρνήθηκε για τρίτη φορά.

Ο διοικητής του ένας έφεδρος αξιωμα­τικός, ο δάσκαλος Κοπανέλης, απ’ τα Ιωάννινα, δεν κρατήθηκε:

Τι τενεκές είσαι εσύ βρε! Θα πας πίσω, θα σε κάνουν αξιωματικό και ώσπου να γυρίσεις, ο πόλεμος θα έχει τελειώσει.

Ο Ηλίας δεν πήγε πίσω, έζησε όλο τον πόλεμο και, το χειρότερο, νικητής, όπως όλο το στράτευμα, έζησε την οπισθοχώ ρηση και την κατάρρευση,

Τον ρωτώ, ύστερα από τόσα χρόνια, αν μετάνιωαε: η απάντησή του έρχεται κοφτή και κατηγορηματική.
Οχι! ΠοτέΙ Αν μετάνιωνα δε θά ‘μουν αυτός που είμαι. Μ' αρέσει, η περιπέ­τεια!...

* *

Πολιτικός δάσκαλός του, υπήρξε ένας εμπνευσμένος άντρας, ένα ξανθόμαλλο γεροδεμένο παλληκάρι με μάτια γαλανά, με πολλά ηγετικά χαρίσματα, με πίστη χαλύβδινη και τεράστιες ικανότητες ρητορικής πειθούς, που άκουε στο όνομα Θωμάς ΓΙαπαδόπουλος.

Τούτος ο νέος που έφυγε από την Πωγωνιανή και βρέθηκε στη Θεσσαλονί­κη για τρία χρόνια (1929-1932) διαβάζο­ντας τον “Ριζοσπάστη” και την “Πάλη των τάξεων” μυήθηκε στον μαρξισμό σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισε να του αφιερώσει τη ζωή του. Τότε γύρισε στον τόπο που είδε το πρώτο φως και άρχισε να κηρύχνει μυώντας τόσο τους νέους του δικού του χωριού όσο και των άλλων γύρω, του Πωγωνίου.

Χωρίς μέσα, με μόνη την πίστη του κήρυχνε και διαφώτιζε με φλόγα και πάθος, έτσι που το κίνημα πήρε σάρκα και οστά και άρχισε να εξαπλώνεται στο ΠΙωγώνι. Η ευφορία όμως δεν κράτησε πολύ.

Την άνοιξη του ‘36 συλλμβάνεται με το ιδιώνυμο και στέλνεται σε διάφορες ςιυλακές της χώρας. Εκεί, πέντε χρόνια συναναστροφής με τα πιο αξιόλογα αρι­στερά στελέχη, βοήθησαν τον Θωμά να ξεσκολίσει τον μαρξισμό και, άνοιξη πάλι, στα 1941, όταν κατέρρευσε το ελληνοαλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στην Πωγωνιανή, ξέθαψε το κρυμμένο αρχείο που είχε δημιουργήσει, συγκέντρωσε τα παλιά στελέχη και, εν μέσω της κατοχής, άρχισε τη δράση. Και τι δράση! Πέρα από τον αγώνα εναντίον της δεξιάς και αριστεροί εναντίον αριστερών!

Αγώνας τρισυπόστατος συμπεριλαμ­βανομένου και του πρωταρχικού. Ενα­ντίον του γερμανοϊταλικού φασισμού.

Το κίνημα αυτό που ονομάστηκε αρχειομαρξιστικό και οι οπαδοί του αρχειομαρξιστές -από ομότιτλο περιοδι­κό της Θεσσαλονίκης και από μεταφρά­σεις που γίνονταν από το γερμανικό αρχείο του Μαρξ- σύντομα ήρθε σε διά­σταση και ρήξη με το άλλο μεγάλο αριστερό κίνημα.

Οι αρχειομαρξιστές διακήρυχναν πως ήταν διεθνιστές και η επανάσταση γι αυτούς είχε διεθνικό χαρακτήρα, ενώ για τους άλλους, που τους ονόμασαν σταλι­νικούς -αυτοί που τώρα ανήκαν στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ - πίστευαν πως ήταν αντιφασίστες και εθνικοαπελευθερωτές, και στο σημείο αυτό, έλεγαν, συνέπιπταν με τους καπιταλιστές.

Διαφωνούσαν μαζί τους και για την τροπή που είχε πάρει η ρωσική επανά­σταση. Για τους αρχειομαρξιστές, μετά την ανταρσία της Κροστάνδης στα 1921, τις σκληρές μεθόδους του κομμουνισμού, τον παροπλισμό των Σοβιέτ, την απόλυ­τη επιβολή του κράτους και του κόμμα­τος στη ζωή των πολιτών, την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, η επανάσταση εκτράπηκε από την αρχική κοιτίδα της και, αυτό που δημιουργήθηκε με τον στα­λινισμό, δεν ήταν πια επανάσταση αλλά το έκτρωμά της! Ο Μαρξ δε μίλησε ποτέ για σφαγές και εξόντωση πληθυσμών. Ετσι οι αρχειομαρξιστές πολεμούσαν σε τρπλό έδαφος. Στο Πωγώνι επικρατούσε ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ μειοψηφούσε.

Σε διάστημα τριών χρόνων, τούτο το ξεχασμένο σήμερα κίνημα, παρόλες τις απειλές, το κυνηγητό, τις διώξεις ανδρώ- νονταν, μυούνταν νέα στελέχη, ο αρχη­γός, με την ευγλωττία που τον διέκρινε, μύησε πολλά παιδιά του Γυμνασίου της Πωγωνιανής, πολλούς Βορειοηπειρώτες, που έρχονταν και σπούδαζαν σ’ αυτό το σχολειό και όταν αποφοίτησαν, έφυγαν στα χωριά ιούς να διαδώσουν τις νέες ιδέες.

Ο Ηλίας ήταν από τα πρώτα-πρώτα στελέχη, Γύρω από αυτούς; δημιουργόνταν νέοι πυρήνες, οργανώσεις, διαφωτιστές και τέλος βγήκε και η πρώτη τοπι­κή εφημερίδα, σε πολυγράφο, με μεμβρά­νες της γραφομηχανής της Αγροτικής Τράπεζας Δελβινακίου.

Σε μια από τις πολλές διώξεις ο Ηλίας και η παρέα του απειλήθηκαν από τον στρατιωτικό υπεύθυνο του ΕΛΑΣ, τον καθηγητή από το διπλανό χωριό, το Δολό, τον Σαρίκο Παπαδημητρίου.
Ακούστε! Καθήστε φρόνιμα! Μπορώ να σας κοντύνω κατά ένα κεφάλι,

Τα χρόνια κυλούν. Ο Ηλίας δουλεύει ιώρα σερβιτόρος οτην Αθήνα, στην Φοι­τητική Λέσχη. Σκι 1952 οι. δνο ιδεολογι­κοί αντίπαλοι συναντιούνταί. Ο καθηγη­τής επιμένει στην ορθότητα των απόψε­ών του. Χωρίζουν.

Τριάντα οχτώ χιόνια αργότερα, στα 1990, η μοίρα ξαναφέρνει αυτά τα δυo πρόσωπα στον ίδιο δρόμο. Οδός Ρήγα Φερραίου.

Η Σοβιετική Ενωση έχει καταρρεύσει. Ο καθηγητής είναι συντετριμμένος. Είχε όμως ήθος. Γονάτισε μπροστά στον Ηλία και ταπεινά ζήτησε συγγνώμη.
Μπορούσα και να σας σκοτώσω τότε. Είχα τη δύναμη!

Τον Ηλία δεν τον σκότωσαν. Σκότω­σαν όμως τον απροσκύνητο αρχηγό τους, τον Θωμά και άλλα 4 στελέχη, αποκεφά­λισαν το κίνημα (Γενάρης του 1944) και κυνήγησαν τους οπαδούς. Αν ζούσε ο Θωμάς Παπαδόπουλος, έχω τη γνώμη πως το αριστερό κίνημα στο Πωγώνι και κατ’ επέκταση σε όλη την Ηπειρο, αργό­τερα, ίσως να είχε λάβει άλλη τροπή.

Ο Ηλίας είχε σταλεί νωρίτερα στην Αλβανία για καλύτερη οργάνωση του κινήματος. Για να μη δίνει υποψίες μπήκε στην υπηρεσία ενός μπέη και από τη θέση αυτή δρούσε και κατεύθυνε τα στελέχη. Τίποτε όμως δεν μένει κρυφό. Ο Λευτέρης Τάλιος, από τους Αγίους Σαράντα, ταγματάρχης στο αλβανικό μέτωπο, πληροφορήθηκε πως υπάρχει φωλιά των αρχειομαρξιστών στη Βόρεια Ηπειρο και ποιος την κατευθύνει.

Τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον έριξαν στη φυλακή. Οταν, μετά από εφτά μήνες, τον άφησαν, και επέστρεψε στο χωριό, το κίνημα ήταν αποδεκατισμένο.

Μέσα σ’ ένα κλίμα διώξεων και τρομο­κρατίας ο Ηλίας αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Εκεί κατάφερε και έπιασε δουλειά, ως αρτεργάτης, σ’ ένα φούρνο, στον Ταύρο. Ο,τι όμως προσπάθησε να αποφύγει στο χωριό, δεν το γλύτωσε στην Αθήνα.

Ο Ηλίας που προκαλούσε την τύχη του, συνελήφθη στις 19 Οκτωβρίου του 1944 από την ΟΠΛΑ (=μυστική οργάνωση-αστυνομία του Κ.Κ.Ε. και του ΕΛΑΣ). Ηταν η εποχή που άρχιζαν τα Δεκεμβριανά.

Τον έκλεισαν σ’ ένα ίδρυμα που είχαν στην κατοχή τους και την ίδια νύχτα τον έσυραν έξω στα χωράφια, για να μην ακούγονται οι φωνές του και τον βασά­νισαν μέχρι θανάτου.

Μισοπεθαμένο, την άλλη μέρα, τον βρήκε ένας συγχωριανός του, ο Ηλίας Τζουλάφης, και τον μετέφερε στο νοσο­κομείο. Συνήλθε μετά από οχτώ μέρες. Ο αδερφός του, όταν έμαθε, και ήρθε, λιπο­θύμησε, σαν είδε απέναντι του ένα σώμα- κουβάρι κατάμπλαβο.

Τον έσωσε όμως ένας γιατρός, που πέρα από την ιατρική του προσφορά, στάθηκε δίπλα του σαν στοργικός πατέ­ρας και του επούλωσε τις πληγές.

Μετά από 35 μέρες μπορούσε να περ­πατήσει και να μάχεται να αυτοσυντηρηθεί.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ· επιφυλάσσει πολλές τραγικές φάρσες στους ανθρώπους που νομίζουν ότι μπο­ρούν να την κατευθύνουν.

Μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα όλοι γνωρίζουμε, λίγο-πολύ, τί συνέβη σ’ αυτόν τον τόπο.

Οι άνθρωποι που έδειραν τον Ηλία συνελήφθησαν από τους λεγόμενους, τότε, εθνικόφρονες.

Ο Ηλίας πληροφορήθηκε πως τους είχαν κρατούμενους εκεί στον Ταύρο, στο κτήριο του Φριδάκη, όπου στεγάζο­νταν η Δημαρχία, το αστυνομικό τμήμα και άλλα καταστήματα, κάτω στο βάθος του κτηρίου, σ’ ένα υπόγειο.

Είχε έρθει η ώρα τα όνειρα να λάβουν εκδίκηση.

Μόλις τελείωσε τη δουλειά του στο φούρνο που εργαζόταν, πήρε δυο καρβέ­λια ψωμί παραμάσκαλα, που ήταν για κείνους τους χαλεπούς καιρούς η αμοιβή ενός μεροκάματου και ενός βραδιού, και από το διπλανό περίπτερο μια κούτα τσιγάρα.

Ο άνθρωπος των λίγων εφοδίων του Δημοτικού, των φωτεινών δρόμων του μεγάλου Δασκάλου και της καταχτημέ­νης πείρας, ο Ηλίας, βγαίνοντας από τη στενή και τεθλιμμένη οδό της θλίψεως και του μαρτυρίου, πορεύτηκε προς φωτεινούς ορίζοντες άλλων καιρών και κόσμων.

Κατέβηκε αργά τα υγρά σκαλιά του υπόγειου, πλησίασε τους βασανιστές του, τούς κοίταξε στα μάτια και μέσα από τα κιγκλιδωμαια τούς πρόσφερε tov τίμιο ιδρώτα του, σε αντάλλαγμα για ό,τι. εκείνοι. είχαν πράξει.

Και αυτοί, με κατεβασμένο κεφάλι μη αντέχοντας να τον κοιτάζουν, μη μπορώ­ντας να αρθρώσουν λόγο, δέχτηκαν, έτσι βουβά και σιωπηλά την προσφορά, ώσπου ο ΙΗλίας τους άφησε μόνους με τους συλλογισμούς τους.

Δεν ξέρω σε τι θεό πιστεύει τούτος ο άνθρωπος. Ξέρω πως την εκκλησία την πλησιάζει από τον ...αυλόγυρο! Ομως, πείτε μου, μια τέτοια πράξη, που αγγίζει τα όρια της αγιότητας, γνωρίζετε πολ­λούς χριστιανούς που θα την εκτελούσαν;

Ο χριστιανισμός του Ηλία -συγγνώμη, ο μαρξισμός ήθελα να πω!- δεν ήταν μιας δοσμένης στιγμής απόφαση· και συνέχεια και συνέπεια εξακολούθησε να έχει.

Στα δίσεκτα εκείνα χρόνια, στα 1945, του προσφέρεται μοναδική ευκαιρία να αγοράσει ένα κτήμα, εννέα με δέκα στρέμματα, που απλώνονταν από την παραλία των Αγίων Θεοδώρων Κοριν­θίας και πλησίαζε την εθνική οδό. Αντί­τιμο: ένα τσουβάλι αλεύρι!

Ο Ηλίας, αντίθετος όχι μόνο στην εκμετάλλευση αλλά και στο καθεστώς ιδιοκτησίας, για μια ακόμη φορά ξανα- κλότσησε την τύχη του.

Τον ρωτώ και πάλι αν μετάνιωσε, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια. Και η απάντησή του κοφτή, ίδια πάντα.
Αλοίμονο. Αν είναι και μετάνιωσα, έχασα τον εαυτό μου!

Είναι οι στίχοι που κάνουν τους ανθρώπους; Είναι οι άνθρωποι που κάνουν τους στίχους;

«Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτι­ούνταν πάλι, / όχι θα ξαναέλεγε». Ομως οι ήρωες του Καβάφη δεν είναι μονο­κόμματοι. «Τους καταβάλλει/ εκείνο το όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή τους». Είναι τραγικά πρόσωπα. Το μεγάλο το όχι δε λέγεται ατιμωρητί. Μα τούτος εδώ δεν είναι ο καβαφικός ήρωας με τα ψυχι­κά συμπλέγματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Ανατρέπει τους συλλογι­σμούς του Καβάφη και λέγοντας τό έτοι­μο μέσα του «όχι» “πέρα πηγαίνει στην τιμή καί στην πεποίθησή του”!

Και πεποίθηση του Ηλία είναι πως σοσιαλιστής και ιδιοκτησία δεν συμβιβά­ζονται. Και ήρθε και πάλι μια άλλη ώρα για του λόγου το αληθές. .

Δώδεκα χρόνια συνέταιρος σε μια Βιο­τεχνία ενδυμάτων με τον φίλο του Σπύρο Δερβενιώτη. Χωρίς συμβόλαια, χωρίς “εταιρικό”.

Πάνω στα δώδεκα χρόνια ο φίλος του προδόθηκε από την καρδιά του. Πριν φύγει από αυτό τον κόσμο, σκέφτηκε τον Ηλία. Ηξερε τι αγύριστο κεφάλι είναι. Κάλεσε τον αδερφό του και τη γυναίκα του και τους άφησε εντολή.
Ξέρω πως αυτός ο βλάκας δεν το ‘χει σκοπό να αποχτήσει ποτέ στέγη. Κοιτάξ­τε εσείς να του πάρετε ένα σπίτι για την κόρη του.

Σήμερα ο Ηλίας κατοικεί στο σπίτι της κόρης του.

* * *

Kαι το “μπερντάχι” της δεξιάς, τελικά, δεν το γλύτωσε ο Ηλίας· Μετά τους πρώ­τους τον “περιποιήθηκαν δεόντως”, και οι δεύτεροι.
Της δεξιάς ήταν ...αναμενόμενο! Ηταν, σχεδόν, ...φυσικό, για κείνους τους χρόνους, ομολογεί. Μα αυτό που πλήγωσε την ψυχή μου δεν ήταν το ξύλο της δεξιάς· ήταν το άλλο που προέρχο­νταν από την ίδια οικογένεια!

* * *

Γνωστός των δυονώ μας βρέθηκε για καιρό στη Θράκη, αγάπησε μια Τουρκά­λα. Ετρεξε στον Ηλία, ζήτησε τη συμβου­λή του.
Την αγαπάς βρε; Την αγαπάς αληθι­νά;
Ετσι πιστεύω, απάντησε ο άλλος,
Και γιατί δεν την παντρεύεσαι;
Ξεχνάς τί μας χωρίζει με τους Τούρ­κους;
Οχι τους Τούρκους· τον τύραννο των Τούρκων, απάντησε ο νέος Ρήγας. Με το λαό τους δεν έχουμε να χωρίσουμε τίπο­τε. Και γυρνώντας, τώρα, σε μένα:

-Στο Δημοτικό που πήγαινα είχα ένα δάσκαλο, που έσταζε αφρούς το στόμα του την ώρα της Ιστορίας. Και εγώ, κάθε που τελείωνε το μάθημα, αν τύχαινε και συναντούσα ένα τουρκάκι στο δρόμο μου, το έσπαγα στο ξύλο.

Οταν μεγάλωσα, κατάλαβα πως δεν ήμουν κακός άνθρωπος. Δε μου λες Κυρ- δάσκαλε, ακόμη εσείς έτσι διδάσκετε την Ιστορία;
«-Πως ήταν οι μέρες που περάσαμε μαζί στο ταξιδι, ΗλΙα";
Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο! μου τίναξε βαρύγδουπα με την ξάστερη φωνή του, κόβοντας δυο, για να ουμπέσει αυτό που έλεγε μ’ αυτό που είχε στο νου του. Οταν φθάοαμε στην Αθήνα μου έδωσε το βιβλίο του Τζων Ρήντ με τον πιο πάνω τίτλο, που μέσα σε εξακόσιες συμπυκνωμένες σελίδες περι­γράφει την εποποιία των πρώτων ημε­ρών της Οκτωβριανής Επανάστασης.

-Περασμένα μεγαλεία, Ηλία. Τώρα πια σοσιαλιστές...
-Ακριβώς τώρα. Τώρα είναι η μεγάλη ελπίδα.

-Το πιστεύεις, Ηλία;
-Απόλυτα. Οπως με βλέπεις και σε βλέπω. Δεν γίνεται αλλιώτικα, αν η ανθρωπότητα δεν θέλει να αυτοκτονήσει! Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Οσα βλέπεις, είναι, της στιγμής, περαστικά. Η ιδέα του σοσιαλισμού δεν χάνεται. Ή χάνεται ο πλανήτης ή αλλάζει μορφή με τον σοσιαλισμό. Και σοσιαλισμός σημαί­νει ό,τι γίνεται, να γίνεται προς το συμ­φέρον των λαών, προς το συμφέρον της ανθρωπότητας.

Γιατί να επιμείνω; Μπορείς να συμ­φωνείς ή να διαφωνείς μαζί του. Ομως χαίρεσαι τον άνθρωπο που πατάει βαθιά, όπως ο πλάτανος έχει ριζώσει στο χώμα. Δεν είναι στη φύση του να λυγάει· Ξέρει ν’ αντιμετωπίζει βοριάδες και θύελλες όρθιος. Και είπα: Προτού φορέσουμε το μαύρο κράνος, που έλεγε ο Καζαντζάκης, προτού βουλιάξουμε στην ανυπαρξία του χρόνου, να προφθάσω κάτι από αυτό το μονόλιθο, να μη χαθεί ολόκλη­ρος. Να έχουν να διαβάζουν κσι τα παι­διά μας. Ετσι, Ηλία;

Την απάντηση την οσμίζουμαι. Σταρέ­νια ηπειρώτικη:

Ετσι, Κώτσιο!