Του Κώστα Γ. Τσιλιμαντού (1999)
Οδοιπορικό της Θράκης Θ'. Στο Περιθώριο τον Ταξιδιού: Ο φίλος μου ο Ηλίας.
Το παρακάτω είναι το Θ' κομμάτι από το αναγραφόμενο "Οδοιπορικό", όπου σκιαγραφείται ο Ηλίας Σιαλακούμας.
O άνθρωπος που με συνόδεψε στο ταξίδι και δώδεκα μέρες τις μοιράστηκε μαζί μου, που λίγα έλεγε και πολλά έβλεπε, που δεν έχασε, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ούτε μια στιγμή το κέφι του, που στις 11 ακριβώς ήθελε τον ερατεινό του και, όταν δεν του ‘βρισκα καφενείο, στριφογύριζε, όπως θηρίο στο κλουβί στο κάθισμα του αυτοκινήτου, που, με το μαγνητόφωνο στη διαπασών, μ’ έσυρε στο χορό, στον αυλόγυρο της Αγίας Κυριακής, στην Αλεξανδρούπολη, ο Ηλίας, φίλος και μεγάλος αδερφός, ελπίζω να μη μου κακιώσει που σας τον παρουσιάζω.
Ο Ηλίας ήρθε στον κόσμο με μια απορία: Να ιδεί και να μάθει. Πριν ακόμη ανέβει τα σκαλιά του Δημοτικού, με τη δίψα του άγνωστου και της περιπέτειας, που έκτοτε τον βασάνιζε, φεύγει μια μέρα κρυφά από το σπίτι και μάχεται ν’ ανέβει στην κορυφή του βουνού, το οποίο υψώνονταν δυτικά του χωριού του, να ιδεί πιο πέρα από τα στενά σύνορα ενός ορίζοντα που τον έκλεινε.
Δρόμο δεν ξέρει, τα μονοπάτια δεν τα γνωρίζει, τραβάει ίσια γραμμή κάθετα προς το βουνό, εδώ βουλιάζει στο παχύ το χώμα, εκεί ρυβολάει στίιζ χαλικαριές υποχωρώντας, κρατιέται από θάμνα και χαμόδεντρα άλλοτε όρθιος άλλοτε σερνάμενος, ξεσκίζεται, γδέρνεται, μα προχωράει. Διψασμένος, πεινασμένος, ξέπνοος φτάνει, μετά από ώρες, στην κορυφή.
Εκεί πάνω, στο ξέφωτο φρύδι του βουνού, πού καταυγάζονταν από φως και δροσερό αγέρι.,τίναξε ψηλά τα χέρια, σα σε θρίαμβο ο Ηλίας και άνοιξε διάπλατα τα μάτια του να ιδεί.
Και είδι ο Ηλίας τον κόσμο που του κρύβονταν ως τώρα. Πέρα μπροστά και αριστερά, κάτω από τον γυμνό όγκο της Νομέρτσικας που λαμπύριζε γρανιτένιος, είδε κι αγκάλιασε με τη ματιά ιου τα χωριά που φωλιάζουν στα ριζά της, ένα τσούρμο χωριά ίου Πωγωνίου, φραγμένα από καταπράσινους λόγγους, άφηναν ν’ ασπρίζουν οι πέτρινοι τοίχοι τους.
Μπρος του σε ευθεία γραμμή ξεδιάκρινε τον γκρίζο όγκο του Πάπιγκου, πιο κάτω σε σύθαμπο άχνιζε ο Γιαννιώτικος κάμπος και δίπλα μέσα από διάφανή ομίχλη τρεμόπαιζαν στο φως τα Ιωάννινα, ενώ δώθε, δεξιά του, πρόβαλε ο γαλάζιος όγκος της Μουργκάνας με να χωριά της Λάκκας.
Κάτω απ' πόδια του, σαν σε τούρτα, απλώνονταν η πολύραχη Πωγωνιανή, το αγαπημένο χωριό του Ηλία, με τον Αϊ- Λιά στην ανατολική ράχη της, ίσια απέναντι συμμαζεμένο το όμορφο. Αολό κι ανάμεσά τους η χαράδρα του Κουβαρά που ενέπνεε φόβο κι από την οποία ξεμύτιζε το μικρό φιδίαιο ποταμάκι με τα ήσυχα και λιγοστά νερά του.
Στη δημοσιά ξωμάχοι και στρατοκόποι με τα καματερά τους έμοιαζαν μικροί σαν τα μυρμήγκια. Και τότε το μικρό μυαλουδάκι του παιδιού κινήθηκε παράδοξα και ο ίδιος δέχονταν την πρώτη εμπειρία που του πρόσφερνε τούτη η περιπέτεια, δυσανάλογη με την ηλικία του. “Αν από εδώ ψηλά δεν γίνεται αισθητός κανένας πόνος, καμιά κραυγή οδύνης, κανένα βογκητό, παρά μονάχα όλα, χαρές και λύπες, σμίγουν σ’ ένα μακρινό απόηχο, που μοιάζει με ένα παράξενο μονότονο μουσικό απόηχο, τί άραγε να νιώθει απ’ τα ουράνια ύψη, ο Δημιουργός που κυβερνά τον κόσμο, για τα πλάσματά του;”
Χορτασμένος από το θέαμα, παραξενεμένος από τις πρωτόγνωρες σκέψεις του ο μικρός Ηλίας ξέχασε και πείνα και δίψα και πήρε να κατεβαίνει το ανάπλαγο μισοκατρακυλώντας, “μισοσβαρνίζοντας”, ώσπου έφτασε στο σπίτι του καταξεσκισμένος και ξέπνοος από την καταπόνεση, ικανοποιημένος όμως και χαρούμενος για τον άθλο του, και ετοιμασμένος να πληρώσει για την αποκοτιά του!
* *
Η φτώχεια τον εμπόδισε αργότερα να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Η αγάπη του όμως για γνώση τον ώθησε νωρίς να μυηθεί σ’ ένα κίνημα, που χάραξε για πάντα ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχή του και προσδιόρισε οριστικά και αμετάκλητα τη ζωή του. Θα πούμε γι αυτό παρακάτω.
Ο πόλεμος του ‘40 τον βρήκε εικοσι- δυάχρονο παλληκάρι, σαν φόρεσε το χακί.
Βρέθηκε επισιτιστής στο Χάνι του Περικλή, καθώς βγαίνουμε από τα Γιάννινα, δυο βήματα από το Καλπάκι, αλλ’ όχι στην πρώτη γραμμή. Ηταν μια θέση ζηλευτή, γιατί οι δυνάμεις ανεφοδιασμού παρέμειναν στον τόπο αυτό ως την κατάρρευση του μετώπου. Μα τούτος ο ανυπάκουος και χοντροκέφαλος νέος, παρόλο που ο διοικητής του τού πρότεινε να μείνει εκεί, στο πόστο του, προτίμησε να πάει στην πρώτη γραμμή, για να βρίσκεται κοντά στο χωριό του!
Και ίσως αυτό να ήταν το πρόσχημα. Η ψυχή του διψούσε την περιπέτεια και την πολεμική εμπειρία. Και έφυγε από τη θέση του, που θα τη ζήλευαν πολλοί, και πήγε και έζησε όλη την περιπέτεια του μετώπου και έγινε πολυβολητής και όταν ο στρατός μας δρασκέλησε τα σύνορα, βρέθηκε στο εκείθε Πωγώνι που οι σύμμαχοι είχαν χαρίσει στην Αλβανία και ο λόχος του στάθμευσε στην Πολύτσιανη.
Και τότε, για δεύτερη φορά, τούτος ο αδιόρθωτος κλότσησε την καλή του τύχη.
Ο στρατός είχε έλλειψη από στελέχη. Ο λοχαγός του, που τον ξεχώρισε, τού πρό τεινε να γυρίσει στα μετόπισθεν, να γίνει βαθμοφόρος.
Ο Ηλίας αρνήθηκε, όπως και την πρώτη φορά. Εμεινε· στο πόστο του και προχώρησε ως το Τεπελένι. Πολέμησε, δεινοπάθησε, κρυοπάγησε, αλλά εκεί! Η χαρά του για το θρίαμβο της νίκης σκέπαζε όλες τις κακουχίες. Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει σε μερικούς. Ξέρω ανθρώπους που δεν ένιωσαν ποτέ την εύνοια της τύχης, που νιώθουν αδικημένοι από τη ζωή και γνωρίζω και άλλους που τους αμείβει πλουσιοπάροχα κι εκείνοι την κλοτσούν και την προκαλούν δίχιος οίκτο! Ενας από αυτούς ο ΙΙλίας.
Στο Τεπελένι του προτάθηκε για τρίτή φορά να γυρίσει πίσω, για τους ίδιους πιο πάνω λόγους. Και όπως ο Πέτρος από φόβο, ο Ηλίας από πείσμα, κόντρα στην τύχη του, αρνήθηκε για τρίτη φορά.
Ο διοικητής του ένας έφεδρος αξιωματικός, ο δάσκαλος Κοπανέλης, απ’ τα Ιωάννινα, δεν κρατήθηκε:
Τι τενεκές είσαι εσύ βρε! Θα πας πίσω, θα σε κάνουν αξιωματικό και ώσπου να γυρίσεις, ο πόλεμος θα έχει τελειώσει.
Ο Ηλίας δεν πήγε πίσω, έζησε όλο τον πόλεμο και, το χειρότερο, νικητής, όπως όλο το στράτευμα, έζησε την οπισθοχώ ρηση και την κατάρρευση,
Τον ρωτώ, ύστερα από τόσα χρόνια, αν μετάνιωαε: η απάντησή του έρχεται κοφτή και κατηγορηματική.
Οχι! ΠοτέΙ Αν μετάνιωνα δε θά ‘μουν αυτός που είμαι. Μ' αρέσει, η περιπέτεια!...
* *
Πολιτικός δάσκαλός του, υπήρξε ένας εμπνευσμένος άντρας, ένα ξανθόμαλλο γεροδεμένο παλληκάρι με μάτια γαλανά, με πολλά ηγετικά χαρίσματα, με πίστη χαλύβδινη και τεράστιες ικανότητες ρητορικής πειθούς, που άκουε στο όνομα Θωμάς ΓΙαπαδόπουλος.
Τούτος ο νέος που έφυγε από την Πωγωνιανή και βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για τρία χρόνια (1929-1932) διαβάζοντας τον “Ριζοσπάστη” και την “Πάλη των τάξεων” μυήθηκε στον μαρξισμό σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισε να του αφιερώσει τη ζωή του. Τότε γύρισε στον τόπο που είδε το πρώτο φως και άρχισε να κηρύχνει μυώντας τόσο τους νέους του δικού του χωριού όσο και των άλλων γύρω, του Πωγωνίου.
Χωρίς μέσα, με μόνη την πίστη του κήρυχνε και διαφώτιζε με φλόγα και πάθος, έτσι που το κίνημα πήρε σάρκα και οστά και άρχισε να εξαπλώνεται στο ΠΙωγώνι. Η ευφορία όμως δεν κράτησε πολύ.
Την άνοιξη του ‘36 συλλμβάνεται με το ιδιώνυμο και στέλνεται σε διάφορες ςιυλακές της χώρας. Εκεί, πέντε χρόνια συναναστροφής με τα πιο αξιόλογα αριστερά στελέχη, βοήθησαν τον Θωμά να ξεσκολίσει τον μαρξισμό και, άνοιξη πάλι, στα 1941, όταν κατέρρευσε το ελληνοαλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στην Πωγωνιανή, ξέθαψε το κρυμμένο αρχείο που είχε δημιουργήσει, συγκέντρωσε τα παλιά στελέχη και, εν μέσω της κατοχής, άρχισε τη δράση. Και τι δράση! Πέρα από τον αγώνα εναντίον της δεξιάς και αριστεροί εναντίον αριστερών!
Αγώνας τρισυπόστατος συμπεριλαμβανομένου και του πρωταρχικού. Εναντίον του γερμανοϊταλικού φασισμού.
Το κίνημα αυτό που ονομάστηκε αρχειομαρξιστικό και οι οπαδοί του αρχειομαρξιστές -από ομότιτλο περιοδικό της Θεσσαλονίκης και από μεταφράσεις που γίνονταν από το γερμανικό αρχείο του Μαρξ- σύντομα ήρθε σε διάσταση και ρήξη με το άλλο μεγάλο αριστερό κίνημα.
Οι αρχειομαρξιστές διακήρυχναν πως ήταν διεθνιστές και η επανάσταση γι αυτούς είχε διεθνικό χαρακτήρα, ενώ για τους άλλους, που τους ονόμασαν σταλινικούς -αυτοί που τώρα ανήκαν στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ - πίστευαν πως ήταν αντιφασίστες και εθνικοαπελευθερωτές, και στο σημείο αυτό, έλεγαν, συνέπιπταν με τους καπιταλιστές.
Διαφωνούσαν μαζί τους και για την τροπή που είχε πάρει η ρωσική επανάσταση. Για τους αρχειομαρξιστές, μετά την ανταρσία της Κροστάνδης στα 1921, τις σκληρές μεθόδους του κομμουνισμού, τον παροπλισμό των Σοβιέτ, την απόλυτη επιβολή του κράτους και του κόμματος στη ζωή των πολιτών, την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, η επανάσταση εκτράπηκε από την αρχική κοιτίδα της και, αυτό που δημιουργήθηκε με τον σταλινισμό, δεν ήταν πια επανάσταση αλλά το έκτρωμά της! Ο Μαρξ δε μίλησε ποτέ για σφαγές και εξόντωση πληθυσμών. Ετσι οι αρχειομαρξιστές πολεμούσαν σε τρπλό έδαφος. Στο Πωγώνι επικρατούσε ο ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ μειοψηφούσε.
Σε διάστημα τριών χρόνων, τούτο το ξεχασμένο σήμερα κίνημα, παρόλες τις απειλές, το κυνηγητό, τις διώξεις ανδρώ- νονταν, μυούνταν νέα στελέχη, ο αρχηγός, με την ευγλωττία που τον διέκρινε, μύησε πολλά παιδιά του Γυμνασίου της Πωγωνιανής, πολλούς Βορειοηπειρώτες, που έρχονταν και σπούδαζαν σ’ αυτό το σχολειό και όταν αποφοίτησαν, έφυγαν στα χωριά ιούς να διαδώσουν τις νέες ιδέες.
Ο Ηλίας ήταν από τα πρώτα-πρώτα στελέχη, Γύρω από αυτούς; δημιουργόνταν νέοι πυρήνες, οργανώσεις, διαφωτιστές και τέλος βγήκε και η πρώτη τοπική εφημερίδα, σε πολυγράφο, με μεμβράνες της γραφομηχανής της Αγροτικής Τράπεζας Δελβινακίου.
Σε μια από τις πολλές διώξεις ο Ηλίας και η παρέα του απειλήθηκαν από τον στρατιωτικό υπεύθυνο του ΕΛΑΣ, τον καθηγητή από το διπλανό χωριό, το Δολό, τον Σαρίκο Παπαδημητρίου.
Ακούστε! Καθήστε φρόνιμα! Μπορώ να σας κοντύνω κατά ένα κεφάλι,
Τα χρόνια κυλούν. Ο Ηλίας δουλεύει ιώρα σερβιτόρος οτην Αθήνα, στην Φοιτητική Λέσχη. Σκι 1952 οι. δνο ιδεολογικοί αντίπαλοι συναντιούνταί. Ο καθηγητής επιμένει στην ορθότητα των απόψεών του. Χωρίζουν.
Τριάντα οχτώ χιόνια αργότερα, στα 1990, η μοίρα ξαναφέρνει αυτά τα δυo πρόσωπα στον ίδιο δρόμο. Οδός Ρήγα Φερραίου.
Η Σοβιετική Ενωση έχει καταρρεύσει. Ο καθηγητής είναι συντετριμμένος. Είχε όμως ήθος. Γονάτισε μπροστά στον Ηλία και ταπεινά ζήτησε συγγνώμη.
Μπορούσα και να σας σκοτώσω τότε. Είχα τη δύναμη!
Τον Ηλία δεν τον σκότωσαν. Σκότωσαν όμως τον απροσκύνητο αρχηγό τους, τον Θωμά και άλλα 4 στελέχη, αποκεφάλισαν το κίνημα (Γενάρης του 1944) και κυνήγησαν τους οπαδούς. Αν ζούσε ο Θωμάς Παπαδόπουλος, έχω τη γνώμη πως το αριστερό κίνημα στο Πωγώνι και κατ’ επέκταση σε όλη την Ηπειρο, αργότερα, ίσως να είχε λάβει άλλη τροπή.
Ο Ηλίας είχε σταλεί νωρίτερα στην Αλβανία για καλύτερη οργάνωση του κινήματος. Για να μη δίνει υποψίες μπήκε στην υπηρεσία ενός μπέη και από τη θέση αυτή δρούσε και κατεύθυνε τα στελέχη. Τίποτε όμως δεν μένει κρυφό. Ο Λευτέρης Τάλιος, από τους Αγίους Σαράντα, ταγματάρχης στο αλβανικό μέτωπο, πληροφορήθηκε πως υπάρχει φωλιά των αρχειομαρξιστών στη Βόρεια Ηπειρο και ποιος την κατευθύνει.
Τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον έριξαν στη φυλακή. Οταν, μετά από εφτά μήνες, τον άφησαν, και επέστρεψε στο χωριό, το κίνημα ήταν αποδεκατισμένο.
Μέσα σ’ ένα κλίμα διώξεων και τρομοκρατίας ο Ηλίας αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα. Εκεί κατάφερε και έπιασε δουλειά, ως αρτεργάτης, σ’ ένα φούρνο, στον Ταύρο. Ο,τι όμως προσπάθησε να αποφύγει στο χωριό, δεν το γλύτωσε στην Αθήνα.
Ο Ηλίας που προκαλούσε την τύχη του, συνελήφθη στις 19 Οκτωβρίου του 1944 από την ΟΠΛΑ (=μυστική οργάνωση-αστυνομία του Κ.Κ.Ε. και του ΕΛΑΣ). Ηταν η εποχή που άρχιζαν τα Δεκεμβριανά.
Τον έκλεισαν σ’ ένα ίδρυμα που είχαν στην κατοχή τους και την ίδια νύχτα τον έσυραν έξω στα χωράφια, για να μην ακούγονται οι φωνές του και τον βασάνισαν μέχρι θανάτου.
Μισοπεθαμένο, την άλλη μέρα, τον βρήκε ένας συγχωριανός του, ο Ηλίας Τζουλάφης, και τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Συνήλθε μετά από οχτώ μέρες. Ο αδερφός του, όταν έμαθε, και ήρθε, λιποθύμησε, σαν είδε απέναντι του ένα σώμα- κουβάρι κατάμπλαβο.
Τον έσωσε όμως ένας γιατρός, που πέρα από την ιατρική του προσφορά, στάθηκε δίπλα του σαν στοργικός πατέρας και του επούλωσε τις πληγές.
Μετά από 35 μέρες μπορούσε να περπατήσει και να μάχεται να αυτοσυντηρηθεί.
Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ· επιφυλάσσει πολλές τραγικές φάρσες στους ανθρώπους που νομίζουν ότι μπορούν να την κατευθύνουν.
Μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα όλοι γνωρίζουμε, λίγο-πολύ, τί συνέβη σ’ αυτόν τον τόπο.
Οι άνθρωποι που έδειραν τον Ηλία συνελήφθησαν από τους λεγόμενους, τότε, εθνικόφρονες.
Ο Ηλίας πληροφορήθηκε πως τους είχαν κρατούμενους εκεί στον Ταύρο, στο κτήριο του Φριδάκη, όπου στεγάζονταν η Δημαρχία, το αστυνομικό τμήμα και άλλα καταστήματα, κάτω στο βάθος του κτηρίου, σ’ ένα υπόγειο.
Είχε έρθει η ώρα τα όνειρα να λάβουν εκδίκηση.
Μόλις τελείωσε τη δουλειά του στο φούρνο που εργαζόταν, πήρε δυο καρβέλια ψωμί παραμάσκαλα, που ήταν για κείνους τους χαλεπούς καιρούς η αμοιβή ενός μεροκάματου και ενός βραδιού, και από το διπλανό περίπτερο μια κούτα τσιγάρα.
Ο άνθρωπος των λίγων εφοδίων του Δημοτικού, των φωτεινών δρόμων του μεγάλου Δασκάλου και της καταχτημένης πείρας, ο Ηλίας, βγαίνοντας από τη στενή και τεθλιμμένη οδό της θλίψεως και του μαρτυρίου, πορεύτηκε προς φωτεινούς ορίζοντες άλλων καιρών και κόσμων.
Κατέβηκε αργά τα υγρά σκαλιά του υπόγειου, πλησίασε τους βασανιστές του, τούς κοίταξε στα μάτια και μέσα από τα κιγκλιδωμαια τούς πρόσφερε tov τίμιο ιδρώτα του, σε αντάλλαγμα για ό,τι. εκείνοι. είχαν πράξει.
Και αυτοί, με κατεβασμένο κεφάλι μη αντέχοντας να τον κοιτάζουν, μη μπορώντας να αρθρώσουν λόγο, δέχτηκαν, έτσι βουβά και σιωπηλά την προσφορά, ώσπου ο ΙΗλίας τους άφησε μόνους με τους συλλογισμούς τους.
Δεν ξέρω σε τι θεό πιστεύει τούτος ο άνθρωπος. Ξέρω πως την εκκλησία την πλησιάζει από τον ...αυλόγυρο! Ομως, πείτε μου, μια τέτοια πράξη, που αγγίζει τα όρια της αγιότητας, γνωρίζετε πολλούς χριστιανούς που θα την εκτελούσαν;
Ο χριστιανισμός του Ηλία -συγγνώμη, ο μαρξισμός ήθελα να πω!- δεν ήταν μιας δοσμένης στιγμής απόφαση· και συνέχεια και συνέπεια εξακολούθησε να έχει.
Στα δίσεκτα εκείνα χρόνια, στα 1945, του προσφέρεται μοναδική ευκαιρία να αγοράσει ένα κτήμα, εννέα με δέκα στρέμματα, που απλώνονταν από την παραλία των Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας και πλησίαζε την εθνική οδό. Αντίτιμο: ένα τσουβάλι αλεύρι!
Ο Ηλίας, αντίθετος όχι μόνο στην εκμετάλλευση αλλά και στο καθεστώς ιδιοκτησίας, για μια ακόμη φορά ξανα- κλότσησε την τύχη του.
Τον ρωτώ και πάλι αν μετάνιωσε, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια. Και η απάντησή του κοφτή, ίδια πάντα.
Αλοίμονο. Αν είναι και μετάνιωσα, έχασα τον εαυτό μου!
Είναι οι στίχοι που κάνουν τους ανθρώπους; Είναι οι άνθρωποι που κάνουν τους στίχους;
«Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, / όχι θα ξαναέλεγε». Ομως οι ήρωες του Καβάφη δεν είναι μονοκόμματοι. «Τους καταβάλλει/ εκείνο το όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή τους». Είναι τραγικά πρόσωπα. Το μεγάλο το όχι δε λέγεται ατιμωρητί. Μα τούτος εδώ δεν είναι ο καβαφικός ήρωας με τα ψυχικά συμπλέγματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Ανατρέπει τους συλλογισμούς του Καβάφη και λέγοντας τό έτοιμο μέσα του «όχι» “πέρα πηγαίνει στην τιμή καί στην πεποίθησή του”!
Και πεποίθηση του Ηλία είναι πως σοσιαλιστής και ιδιοκτησία δεν συμβιβάζονται. Και ήρθε και πάλι μια άλλη ώρα για του λόγου το αληθές. .
Δώδεκα χρόνια συνέταιρος σε μια Βιοτεχνία ενδυμάτων με τον φίλο του Σπύρο Δερβενιώτη. Χωρίς συμβόλαια, χωρίς “εταιρικό”.
Πάνω στα δώδεκα χρόνια ο φίλος του προδόθηκε από την καρδιά του. Πριν φύγει από αυτό τον κόσμο, σκέφτηκε τον Ηλία. Ηξερε τι αγύριστο κεφάλι είναι. Κάλεσε τον αδερφό του και τη γυναίκα του και τους άφησε εντολή.
Ξέρω πως αυτός ο βλάκας δεν το ‘χει σκοπό να αποχτήσει ποτέ στέγη. Κοιτάξτε εσείς να του πάρετε ένα σπίτι για την κόρη του.
Σήμερα ο Ηλίας κατοικεί στο σπίτι της κόρης του.
* * *
Kαι το “μπερντάχι” της δεξιάς, τελικά, δεν το γλύτωσε ο Ηλίας· Μετά τους πρώτους τον “περιποιήθηκαν δεόντως”, και οι δεύτεροι.
Της δεξιάς ήταν ...αναμενόμενο! Ηταν, σχεδόν, ...φυσικό, για κείνους τους χρόνους, ομολογεί. Μα αυτό που πλήγωσε την ψυχή μου δεν ήταν το ξύλο της δεξιάς· ήταν το άλλο που προέρχονταν από την ίδια οικογένεια!
* * *
Γνωστός των δυονώ μας βρέθηκε για καιρό στη Θράκη, αγάπησε μια Τουρκάλα. Ετρεξε στον Ηλία, ζήτησε τη συμβουλή του.
Την αγαπάς βρε; Την αγαπάς αληθινά;
Ετσι πιστεύω, απάντησε ο άλλος,
Και γιατί δεν την παντρεύεσαι;
Ξεχνάς τί μας χωρίζει με τους Τούρκους;
Οχι τους Τούρκους· τον τύραννο των Τούρκων, απάντησε ο νέος Ρήγας. Με το λαό τους δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτε. Και γυρνώντας, τώρα, σε μένα:
-Στο Δημοτικό που πήγαινα είχα ένα δάσκαλο, που έσταζε αφρούς το στόμα του την ώρα της Ιστορίας. Και εγώ, κάθε που τελείωνε το μάθημα, αν τύχαινε και συναντούσα ένα τουρκάκι στο δρόμο μου, το έσπαγα στο ξύλο.
Οταν μεγάλωσα, κατάλαβα πως δεν ήμουν κακός άνθρωπος. Δε μου λες Κυρ- δάσκαλε, ακόμη εσείς έτσι διδάσκετε την Ιστορία;
«-Πως ήταν οι μέρες που περάσαμε μαζί στο ταξιδι, ΗλΙα";
Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο! μου τίναξε βαρύγδουπα με την ξάστερη φωνή του, κόβοντας δυο, για να ουμπέσει αυτό που έλεγε μ’ αυτό που είχε στο νου του. Οταν φθάοαμε στην Αθήνα μου έδωσε το βιβλίο του Τζων Ρήντ με τον πιο πάνω τίτλο, που μέσα σε εξακόσιες συμπυκνωμένες σελίδες περιγράφει την εποποιία των πρώτων ημερών της Οκτωβριανής Επανάστασης.
-Περασμένα μεγαλεία, Ηλία. Τώρα πια σοσιαλιστές...
-Ακριβώς τώρα. Τώρα είναι η μεγάλη ελπίδα.
-Το πιστεύεις, Ηλία;
-Απόλυτα. Οπως με βλέπεις και σε βλέπω. Δεν γίνεται αλλιώτικα, αν η ανθρωπότητα δεν θέλει να αυτοκτονήσει! Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Οσα βλέπεις, είναι, της στιγμής, περαστικά. Η ιδέα του σοσιαλισμού δεν χάνεται. Ή χάνεται ο πλανήτης ή αλλάζει μορφή με τον σοσιαλισμό. Και σοσιαλισμός σημαίνει ό,τι γίνεται, να γίνεται προς το συμφέρον των λαών, προς το συμφέρον της ανθρωπότητας.
Γιατί να επιμείνω; Μπορείς να συμφωνείς ή να διαφωνείς μαζί του. Ομως χαίρεσαι τον άνθρωπο που πατάει βαθιά, όπως ο πλάτανος έχει ριζώσει στο χώμα. Δεν είναι στη φύση του να λυγάει· Ξέρει ν’ αντιμετωπίζει βοριάδες και θύελλες όρθιος. Και είπα: Προτού φορέσουμε το μαύρο κράνος, που έλεγε ο Καζαντζάκης, προτού βουλιάξουμε στην ανυπαρξία του χρόνου, να προφθάσω κάτι από αυτό το μονόλιθο, να μη χαθεί ολόκληρος. Να έχουν να διαβάζουν κσι τα παιδιά μας. Ετσι, Ηλία;
Την απάντηση την οσμίζουμαι. Σταρένια ηπειρώτικη:
Ετσι, Κώτσιο!