ΕΛΕΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΝΘΟ

Του ΚΩΣΤΑ Γ.ΤΣΙΛΙΜΑΝΤΟΥ

‘Όταν στη θύμηση έρχεσαι με τρικυμίζει σάλος
Μάνθο,γλετζέ,χορευταρά, που δε σου ξέβγαινε άλλος.

Μπόι, λεβεντιά, παράστημα, στην πιο καλή τους ώρα
και νυχτοφούντωτα μαλλιά σου’δωκε η φύση δώρα.

Παίρναν φωτιά-ν- οι φτέρνες σου, ψηλά όταν πηδούσες
και λαμπαδένιο το κορμί μέσα στο φως λυγούσες.

Αϊτέ μου, που τα χέρια σου τ΄άνοιγες σαν φτερούγες
κι ο ήσκιος τους απλώνονταν σε γειτονιές και ρούγες.

Λεβέντη, που όταν χόρευες κι εχτύπαες παλαμάκια,
το χοροστάσι σειότανε κι ετρίζαν τα πλακάκια.

Στο βήμα σου που ακλούθααν τα όργανα ως βαρούσαν,
οι γέροντες καμάρωναν κι οι κοπελιές πλαντούσαν.

Μ’αργό και μεγαλόπρεπο ρυθμό τα βήματά σου
στο Σαμαντάκα που’τανε τ’αποκορύφωμά σου.

Μα κάποτε ως τινάχτηκες και ζύγωσες τα κλώνια
με το χορό σου, πήδηξες στα μαρμαρένια αλώνια.

Κι εκεί με πάλη και χορό και σκίρτημα σα χάδι,
σαν ήλιος που βασίλεψε, βυθίστηκες στον Άδη.

Χάθηκες τόσο ξαφνικά σαν τη δροσιά στη χλώρη,
κι ορφάνεψες τη μάνα σου, γυναίκα, γιο και κόρη.

Μάνθο, πώς δίψαες για ζωή σου χάραξαν στον τάφο
και ν’απαλύνω τ’άδικο τούτους τους στίχους γράφω.

Όλα τα σβήνει ο καιρός, μαζί του ως ξεμακραίνεις,
μα όσο υπάρχει ο στίχος μου, στη μνήμη μας θα μένεις.

*Μάνθος Κυρούσης 1944-1993 Πωγωνιανή.