ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ, του Κώστα Τσιλιμαντού

Το παρακάτω ποίημα είναι των φλογερών φοιτητικών μου χρόνων. Έμενε ως τώρα, 60 χρόνια μετά, καταχωνιασμένο στα συρτάρια μου. Το δημοσιεύω τώρα, για πρώτη φορά, που ο κόσμος ήρθε ανάποδα, και οι άνθρωποι των σπάνιων θυσιών και η αγάπη για την πατρίδα κάπου υπνώττουν.

ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ
του Κώστα Τσιλιμαντού

Η ελληνική κοινή γνώμη επληροφορήθη με συγκίνησιν, αλλά και υπερηφάνειαν την ηρωικήν θυσίαν του υπολοχαγού Γεωργίου Πλατιγκού, ο οποίος δια να σώσει την διμοιρίαν του από βεβαίαν συμφοράν, έπεσεν ο ίδιος επί μιας χειροβομβίδος που είχε ριφθεί εκ λάθους από νεοσύλλεκτον και μετέβαλεν ούτω ως ασπίδα το σώμα του που διεμελίσθη.

(Αι εφημερίδες του Αγούστου του 1959)

Γύρω βουβό μυστήριο σ’ ώρα μεγάλης κρίσης!
Η Μοίρα δίβουλη έπλεκε της συντροφιάς το φάδι,
Π’ανίδεα πεζογέλαγαν και στο σημάδι ερίχναν
Κι ο διαλεχτός εχαίρονταν της ζωής το μέγα θάμα.
Νά ητανε πίκρα γή καημός, νά ηταν χαρά στερνή του;
Ξάφνου το μάτι θάμπωσε στου Χάρου τη φτερούγα! α! 
 
Σε βυθό πέφτεις άπατο. Φωνή κρεμάει ψηλάθε,
Βουερή φωνή, τρόμου φωνή π’ αχάει στο γύρισμά της.
Μεσ’ στα σκοτάδια πλανερές γλωσσίζουν μάγες λάμψεις.
Παρακαλιέσαι, χάνεσαι, ανασκιρτάς, σαστίζεις,
Σούριγμα οξύ, μαυλιστικό σ’ αναγελάει. Στ’ αφτί σου
Ζεστή, χαϊδιάρα, γλύκας λαλιά, λιποθυμιά έχει πόθου.
Σκοτάδια διώχνεις, μάχεσαι κι ως τις φωνές βουβαίνεις,
Καινούργιο κύμα σ’ άρπαξε, τα φρένα σου συγκλύζει:
Τραγούδια, γέλια, κούπες, αφροί, λευκοί του γάμου πέπλοι,
Κι ως να σε ιδεί, μοναχογυιέ, στο πλάι ωραίας κόρης,
Η μάννα σε καμάρωσεν, ως καμαρώνει η μάννα.
Καλέ, και μήνα βάστηξε, χρόνο κράτησ’ η πάλη;

Φωτίζεται μ’αλλότριο φως ιλαρό η χλωμή μορφή σου.
Σ’ άφατη μέθη της καρδιάς βύθισ’ ο νους και χάθη
Κι απόμεινες ολόγυμνη, θεοτικά και λάμπεις
Ολοστερνή παρηγοριά και Μάννα εσύ τ’ ανθρώπου
Πεφτεις στο θάνατο αγκαλιά, βασίλεψεν ο ήλιος
Καλέ, κι ο κόσμος θόλωσε κι ως όνειρο αχνολειώνει.

Το πλάσμα του γροικά ο θεός, αναγαλλιούν τα ουράνια
Και στης Παράδεισος το φως τα Χερουβίμ υψώνουν.
Της μάννας γυιε, Έλληνα γυιε,κι όλου του κόσμου τέκνο,
Αν πληγωμένα μάρμαρα θεϊκό ναό ομορφαίνουν,
Ποιαν ομορφιά να κρύβουνε τα μέλη τα σπαρμένα;